ἀνεμόφθορος: Difference between revisions

From LSJ

Λύπης ἰατρός ἐστιν ἀνθρώποις λόγος → Maeroris unica medicina oratio → für Menschen ist der Trauer Arzt allein das Wort

Menander, Monostichoi, 326
(6_18)
(big3_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνεμόφθορος''': -ον, ὁ ὑπὸ τοῦ ἀνέμου φθαρείς, ὅτι ἀνεμόφθορα ἔσπειραν Ἑβδ. (Ὠσηὲ 8. 7), Φίλων 2. 431.
|lstext='''ἀνεμόφθορος''': -ον, ὁ ὑπὸ τοῦ ἀνέμου φθαρείς, ὅτι ἀνεμόφθορα ἔσπειραν Ἑβδ. (Ὠσηὲ 8. 7), Φίλων 2. 431.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[consumido]], [[agostado por el viento]] στάχυες λεπτοὶ καὶ ἀνεμόφθοροι ἀνεφύοντο LXX <i>Ge</i>.41.6, cf. Pall.<i>H.Laus</i>.47.11, πᾶν τὸ σπειρόμενον ... ἀνεμόφθορον LXX <i>Is</i>.19.7, ἀνεμόφθορα ἔσπειραν LXX <i>Os</i>.8.7, οἱ καρποί Ph.2.431, γενήματα <i>PMasp</i>.2.2.26 (VI d.C.), cf. <i>POxy</i>.2332.19 (III d.C.).<br /><b class="num">2</b> fig. [[vacío]], [[falso]] χειροτονία Pall.<i>V.Chrys</i>.16 (M.47.53).
}}
}}

Revision as of 11:59, 21 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀεμόφθορος Medium diacritics: ἀνεμόφθορος Low diacritics: ανεμόφθορος Capitals: ΑΝΕΜΟΦΘΟΡΟΣ
Transliteration A: anemóphthoros Transliteration B: anemophthoros Transliteration C: anemofthoros Beta Code: a)emo/fqoros

English (LSJ)

ον,

   A blasted by the wind, LXX Ho.8.7, Ph.2.431.

German (Pape)

[Seite 223] vom Winde verdorben, zerstört, LXX.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνεμόφθορος: -ον, ὁ ὑπὸ τοῦ ἀνέμου φθαρείς, ὅτι ἀνεμόφθορα ἔσπειραν Ἑβδ. (Ὠσηὲ 8. 7), Φίλων 2. 431.

Spanish (DGE)

-ον
1 consumido, agostado por el viento στάχυες λεπτοὶ καὶ ἀνεμόφθοροι ἀνεφύοντο LXX Ge.41.6, cf. Pall.H.Laus.47.11, πᾶν τὸ σπειρόμενον ... ἀνεμόφθορον LXX Is.19.7, ἀνεμόφθορα ἔσπειραν LXX Os.8.7, οἱ καρποί Ph.2.431, γενήματα PMasp.2.2.26 (VI d.C.), cf. POxy.2332.19 (III d.C.).
2 fig. vacío, falso χειροτονία Pall.V.Chrys.16 (M.47.53).