δύσρητος: Difference between revisions

From LSJ

τὴν οἴησιν ἔλεγε προκοπῆς ἐγκοπήν → he used to say, Opinion forming is the stoppage of progress

Source
(6_16)
(big3_12)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δύσρητος''': -ον, δυσκόλως λεγόμενος, αἰσχρὰ καὶ δύσρητα Δημ. Φαλ. 326. 2) δυσκόλως προφερόμενος, δύσρητοι φωναὶ, [[στράγξ]], σφίγξ Γαλην. 8. 594, 595., 13. 359.
|lstext='''δύσρητος''': -ον, δυσκόλως λεγόμενος, αἰσχρὰ καὶ δύσρητα Δημ. Φαλ. 326. 2) δυσκόλως προφερόμενος, δύσρητοι φωναὶ, [[στράγξ]], σφίγξ Γαλην. 8. 594, 595., 13. 359.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[difícil de explicar]] τὰ εἰρημένα δυσνόητά τε καὶ δύσρητά ἐστι Gal.<i>in Pl.Tim</i>.16.7, cf. 18, τὸ ποιὸν τῆς κινήσεως Gal.8.885, ἔνιαι δὲ (ἰδιότητες) δύσρητοι γίγνονται περὶ τὰ κάμνοντα σώματα Gal.12.501.<br /><b class="num">2</b> [[difícil de pronunciar]] φωναί Gal.17(2).236<br /><b class="num">•</b>[[de expresión complicada o difícil]] op. [[ἁπλοῦς]]: λόγος Sch.Er.<i>Il</i>.12.13-15.<br /><b class="num">II</b> [[que no debe decirse]] subst. τὰ δύσρητα [[cosas inconvenientes o indecorosas]] αἰσχρὰ καὶ δύσρητα ἀναφανδὸν λέγειν Demetr.<i>Eloc</i>.302.
}}
}}

Revision as of 11:59, 21 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δύσρητος Medium diacritics: δύσρητος Low diacritics: δύσρητος Capitals: ΔΥΣΡΗΤΟΣ
Transliteration A: dýsrētos Transliteration B: dysrētos Transliteration C: dysritos Beta Code: du/srhtos

English (LSJ)

ον,

   A that should not be spoken, Demetr.Eloc.302.    II hard to give a name to, Gal.12.501.

German (Pape)

[Seite 688] schwer zu sagen, Dem. Phal. 326; schwer auszusprechen, Galen.

Greek (Liddell-Scott)

δύσρητος: -ον, δυσκόλως λεγόμενος, αἰσχρὰ καὶ δύσρητα Δημ. Φαλ. 326. 2) δυσκόλως προφερόμενος, δύσρητοι φωναὶ, στράγξ, σφίγξ Γαλην. 8. 594, 595., 13. 359.

Spanish (DGE)

-ον
I 1difícil de explicar τὰ εἰρημένα δυσνόητά τε καὶ δύσρητά ἐστι Gal.in Pl.Tim.16.7, cf. 18, τὸ ποιὸν τῆς κινήσεως Gal.8.885, ἔνιαι δὲ (ἰδιότητες) δύσρητοι γίγνονται περὶ τὰ κάμνοντα σώματα Gal.12.501.
2 difícil de pronunciar φωναί Gal.17(2).236
de expresión complicada o difícil op. ἁπλοῦς: λόγος Sch.Er.Il.12.13-15.
II que no debe decirse subst. τὰ δύσρητα cosas inconvenientes o indecorosas αἰσχρὰ καὶ δύσρητα ἀναφανδὸν λέγειν Demetr.Eloc.302.