δύσρητος
Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur
English (LSJ)
δύσρητον,
A that should not be spoken, Demetr.Eloc.302.
II hard to give a name to, Gal.12.501.
Spanish (DGE)
-ον
I 1difícil de explicar τὰ εἰρημένα δυσνόητά τε καὶ δύσρητά ἐστι Gal.in Pl.Tim.16.7, cf. 18, τὸ ποιὸν τῆς κινήσεως Gal.8.885, ἔνιαι δὲ (ἰδιότητες) δύσρητοι γίγνονται περὶ τὰ κάμνοντα σώματα Gal.12.501.
2 difícil de pronunciar φωναί Gal.17(2).236
•de expresión complicada o difícil op. ἁπλοῦς: λόγος Sch.Er.Il.12.13-15.
II que no debe decirse subst. τὰ δύσρητα cosas inconvenientes o indecorosas αἰσχρὰ καὶ δύσρητα ἀναφανδὸν λέγειν Demetr.Eloc.302.
German (Pape)
[Seite 688] schwer zu sagen, Dem. Phal. 326; schwer auszusprechen, Galen.
Greek (Liddell-Scott)
δύσρητος: -ον, δυσκόλως λεγόμενος, αἰσχρὰ καὶ δύσρητα Δημ. Φαλ. 326. 2) δυσκόλως προφερόμενος, δύσρητοι φωναὶ, στράγξ, σφίγξ Γαλην. 8. 594, 595., 13. 359.
Greek Monolingual
δύσρητος, -ον (Α)
1. αυτός που δεν λέγεται εύκολα γιατί είναι άσεμνος
2. εκείνος που δεν μπορεί να προφερθεί εύκολα.