δελαστρεύς: Difference between revisions
From LSJ
κεῖται μὲν γαίῃ φθίμενον δέμας, ἡ δὲ δοθεῖσα ψυχή μοι ναίει δώματ' ἐπουράνια → my body lies mouldering in the ground, but the soul entrusted to me dwells in heavenly abodes
(6_8) |
(big3_10) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δελαστρεύς''': έως, ὁ, ποιητ. ἀντὶ τοῦ δελεαστρεύς, ὁ λαμβάνων διὰ δελέατος, [[ἁλιεύς]], Νικ. Θ. 793. | |lstext='''δελαστρεύς''': έως, ὁ, ποιητ. ἀντὶ τοῦ δελεαστρεύς, ὁ λαμβάνων διὰ δελέατος, [[ἁλιεύς]], Νικ. Θ. 793. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-έως [[que emplea cebo]] ἰχθυβολῆες Nic.<i>Th</i>.793. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:00, 21 August 2017
English (LSJ)
έως, ὁ,
A using bait, ἰχθυβολῆες Nic.Th.793.
German (Pape)
[Seite 543] ὁ, p. für δελεαστρεύς, der mit Köder fängt, Nic. Th. 793.
Greek (Liddell-Scott)
δελαστρεύς: έως, ὁ, ποιητ. ἀντὶ τοῦ δελεαστρεύς, ὁ λαμβάνων διὰ δελέατος, ἁλιεύς, Νικ. Θ. 793.
Spanish (DGE)
-έως que emplea cebo ἰχθυβολῆες Nic.Th.793.