ἐντερόμφαλον: Difference between revisions
From LSJ
Ῥᾷον φέρειν δεῖ τὰς παρεστώσας τύχας → Facilius ferre oportet, quae incidunt mala → Recht leicht musst du das Schicksal tragen, das dich trifft
(6_21) |
(big3_15) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐντερόμφαλον''': τό, ([[ἔντερον]], [[ὀμφαλός]]) = ὑποδρομὴ ἐντέρου κατὰ τὸν ὀμφαλόν, [[οἴδημα]] τῶν ἐντέρων πλησίον τοῦ ὀμφαλοῦ, Γαλην. ΙΙ. 395F, 274A, ἔκδ. Παρισ. | |lstext='''ἐντερόμφαλον''': τό, ([[ἔντερον]], [[ὀμφαλός]]) = ὑποδρομὴ ἐντέρου κατὰ τὸν ὀμφαλόν, [[οἴδημα]] τῶν ἐντέρων πλησίον τοῦ ὀμφαλοῦ, Γαλην. ΙΙ. 395F, 274A, ἔκδ. Παρισ. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ου, τό [[hernia umbilical]] Gal.19.444. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:01, 21 August 2017
English (LSJ)
τό,
A umbilical hernia, Gal.14.786. II -όμφαλος, ὁ, patient suffering therefrom, Id.19.444.
Greek (Liddell-Scott)
ἐντερόμφαλον: τό, (ἔντερον, ὀμφαλός) = ὑποδρομὴ ἐντέρου κατὰ τὸν ὀμφαλόν, οἴδημα τῶν ἐντέρων πλησίον τοῦ ὀμφαλοῦ, Γαλην. ΙΙ. 395F, 274A, ἔκδ. Παρισ.
Spanish (DGE)
-ου, τό hernia umbilical Gal.19.444.