ἐντερόμφαλον
κατὰ τὸ φιλόκαλον πειραθέντα κατανοῆσαι → see by working out the calculation
English (LSJ)
τό,
A umbilical hernia, Gal.14.786.
II ἐντερόμφαλος, ὁ, patient suffering from umbilical hernia, Id.19.444.
Spanish (DGE)
-ου, τό hernia umbilical Gal.19.444.
Greek (Liddell-Scott)
ἐντερόμφαλον: τό, (ἔντερον, ὀμφαλός) = ὑποδρομὴ ἐντέρου κατὰ τὸν ὀμφαλόν, οἴδημα τῶν ἐντέρων πλησίον τοῦ ὀμφαλοῦ, Γαλην. ΙΙ. 395F, 274A, ἔκδ. Παρισ.
Greek Monolingual
ἐντερόμφαλον, το (Α)
εντεροκήλη και ομφαλοκήλη.
Translations
umbilical hernia
ar: فتق سري; bs: pupčana kila; ca: hèrnia umbilical; din: gon; de: Umbilikalhernie, Nabelbruch, Nabelhernie; el: ομφαλοκήλη; grc: ἐντερόμφαλον, ἐπιπλοόμφαλον, πνευμόμφαλον, ὑδρόμφαλον; en: umbilical hernia; es: hernia umbilical; eu: zilborreko hernia; fa: فتق ناف; fi: napanuoratyrä, napatyrä; fr: hernie ombilicale; ha: kaban cibi; he: בקע טבורי; hi: नाभि-हर्निया; hr: pupčana kila; hy: որովայնի ճողվածք; id: bodong; ja: 臍ヘルニア; jv: bodong; nl: navelbreuk; pl: przepuklina pępkowa; pt: hérnia umbilical; ru: пупочная грыжа; sh: umbilikalna hernija; sr: pupčana kila; sv: navelbråck; ta: தொப்புள் குடலிறக்கம்; uk: пупкова грижа