γνωριστικός: Difference between revisions

From LSJ

ἡ τῶν θεῶν ὑπ' ἀνθρώπων παραγωγήdeceit of gods by humans

Source
(Bailly1_1)
(big3_10)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />capable de connaître, gén..<br />'''Étymologie:''' [[γνωρίζω]].
|btext=ή, όν :<br />capable de connaître, gén..<br />'''Étymologie:''' [[γνωρίζω]].
}}
{{DGE
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[capaz de comprender]] abs. ψυχῆς ... [[δύναμις]] Pl.<i>Def</i>.414c, del alma, unido a κινητικόν Arist.<i>de An</i>.404<sup>b</sup>28, ἡ τῆς γνωριστικῆς γραμμῆς τομή tít. de una obra atribuida a Arquitas, Iambl.<i>Comm.Math</i>.2<br /><b class="num">•</b>c. gen. τέχνη γ. τοῦ εἴδους Arist.<i>Ph</i>.194<sup>b</sup>4, c. περί y gen. ἡ διαλεκτικὴ πειραστικὴ περὶ ὧν ἡ φιλοσοφία γ. Arist.<i>Metaph</i>.1004<sup>b</sup>26<br /><b class="num">•</b>[[capaz de conocer]], [[conocedor]], [[entendido]] de pers. abs., Plu.2.79c<br /><b class="num">•</b>c. gen. ὁ μαντικὸς καὶ γ. τοῦ μέλλοντος Max.Tyr.1.5<br /><b class="num">•</b>de abstr. [[cognoscitivo]] εἴ τι καὶ ἐστι γνωριστικὸν τῆς ἀληθείας Arr.<i>Epict</i>.2.20.21, ἵνα τὰς ἀναπλαστικάς ... ἐξορίσωμεν ... ἐπινοίας, αἳ παρασκιάζουσι τὰς γνωριστικὰς ἰδιότητας τοῦ ὄντος Porph.<i>Sent</i>.38.<br /><b class="num">2</b> neutr. subst. τὸ γ. [[facultad de distinguir]] αἰνίττεται ... διὰ δὲ τοῦ καλῶν καὶ πονηρῶν γνωριστικοῦ φρόνησιν τὴν μέσην Ph.l.37, cf. Iust.Phil.2<i>Apol</i>.14.2, Iambl.<i>Comm.Math</i>.8.<br /><b class="num">II</b> <b class="num">1</b>[[que da a conocer]], [[indicativo]], [[revelador]] ὄνομα γ. τοῦ τῆς σῆς θεότητος μύρου Gr.Nyss.<i>Hom.in Cant</i>.37.4.<br /><b class="num">2</b> [[característico]], [[distintivo]] γνωριστικάς τινας ἰδιότητας ἐπιθεωρουμένας ... δέχοιτό τις εἶναι τὸ γεννητὸν καὶ τὸ ἀγέννητον Basil.<i>Eunom</i>.M.29.637B.<br /><b class="num">III</b> adv. -ῶς [[con capacidad cognoscitiva]] ζῆν Porph.<i>Gaur</i>.16.3.
}}
}}

Revision as of 12:02, 21 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γνωριστικός Medium diacritics: γνωριστικός Low diacritics: γνωριστικός Capitals: ΓΝΩΡΙΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: gnōristikós Transliteration B: gnōristikos Transliteration C: gnoristikos Beta Code: gnwristiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A capable of apprehending, cognitive, Pl.Def.414c; κινητικὸν ἐδόκει ἡ ψυχὴ εἶναι καὶ γ. Arist.de An.404b28; τοῦ εἴδους Id.Ph.194b4; ἡ διαλεκτικὴ πειραστικὴ περὶ ὧν ἡ φιλοσοφία γ. Id.Metaph.1004b26; ἡ τῆς γ. γραμμῆς τομή title of work ascribed to Archytas, Iamb.Comm. Math.2; capable of knowing, Plu.2.79d, Arr.Epict.2.20.21; γ. τοῦ μέλλοντος Max.Tyr.1.5. Adv. -κῶς, ζῆν Porph.Gaur.16.3.    II corresponding with knowledge, ἰδιότητες τοῦ ὄντος Porph.Sent.38.

German (Pape)

[Seite 499] zum Erkennen geschickt, δύναμις Plat. Def. 414 c; τοῦ καλοῦ Plut. profect. virt. p. 253; zum Merkmal dienend, Poll. 1, 182.

Greek (Liddell-Scott)

γνωριστικός: -ή, -όν, ἐπιτήδειος πρὸς πρόσκτησιν γνώσεως, Πλάτ. Ὁρ. 414C, Ἀριστ. π. Ψυχ. 1. 2, 13· τινος ὁ αὐτ. Φυσ. 2. 2, 10· περί τινος ὁ αὐτ. Μεταφ. 3. 2, 20.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
capable de connaître, gén..
Étymologie: γνωρίζω.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
I 1capaz de comprender abs. ψυχῆς ... δύναμις Pl.Def.414c, del alma, unido a κινητικόν Arist.de An.404b28, ἡ τῆς γνωριστικῆς γραμμῆς τομή tít. de una obra atribuida a Arquitas, Iambl.Comm.Math.2
c. gen. τέχνη γ. τοῦ εἴδους Arist.Ph.194b4, c. περί y gen. ἡ διαλεκτικὴ πειραστικὴ περὶ ὧν ἡ φιλοσοφία γ. Arist.Metaph.1004b26
capaz de conocer, conocedor, entendido de pers. abs., Plu.2.79c
c. gen. ὁ μαντικὸς καὶ γ. τοῦ μέλλοντος Max.Tyr.1.5
de abstr. cognoscitivo εἴ τι καὶ ἐστι γνωριστικὸν τῆς ἀληθείας Arr.Epict.2.20.21, ἵνα τὰς ἀναπλαστικάς ... ἐξορίσωμεν ... ἐπινοίας, αἳ παρασκιάζουσι τὰς γνωριστικὰς ἰδιότητας τοῦ ὄντος Porph.Sent.38.
2 neutr. subst. τὸ γ. facultad de distinguir αἰνίττεται ... διὰ δὲ τοῦ καλῶν καὶ πονηρῶν γνωριστικοῦ φρόνησιν τὴν μέσην Ph.l.37, cf. Iust.Phil.2Apol.14.2, Iambl.Comm.Math.8.
II 1que da a conocer, indicativo, revelador ὄνομα γ. τοῦ τῆς σῆς θεότητος μύρου Gr.Nyss.Hom.in Cant.37.4.
2 característico, distintivo γνωριστικάς τινας ἰδιότητας ἐπιθεωρουμένας ... δέχοιτό τις εἶναι τὸ γεννητὸν καὶ τὸ ἀγέννητον Basil.Eunom.M.29.637B.
III adv. -ῶς con capacidad cognoscitiva ζῆν Porph.Gaur.16.3.