ἀνοηταίνω: Difference between revisions

From LSJ

Τὰ μηδὲν ὠφελοῦντα μὴ πόνει μάτην → Ne tu labores frustra in iis, quae nil iuvant → Müh nicht umsonst mit dem, was dir nichts nützt, dich ab

Menander, Monostichoi, 508
(6_6)
(big3_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνοηταίνω''': εἶμαι [[ἀνόητος]], φέρομαι ἀνοήτως, τὸν ἀνοηταίνοντα καὶ ἀνοήτων δοξῶν καὶ ἐλπίδων μεστὸν Πλάτ. Φίλ. 12D, Ἡνίοχος ἐν Ἀδήλ. 1. 3· ἀνοητεύω Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Νεφ. 1484· ἀνοητέω ἀμφ. παρ’ Ἐπιφαν.
|lstext='''ἀνοηταίνω''': εἶμαι [[ἀνόητος]], φέρομαι ἀνοήτως, τὸν ἀνοηταίνοντα καὶ ἀνοήτων δοξῶν καὶ ἐλπίδων μεστὸν Πλάτ. Φίλ. 12D, Ἡνίοχος ἐν Ἀδήλ. 1. 3· ἀνοητεύω Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Νεφ. 1484· ἀνοητέω ἀμφ. παρ’ Ἐπιφαν.
}}
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[ser estúpido, insensato]] Pl.<i>Phlb</i>.12d, <i>Ep</i>.359c, Amips.32A, D.C.18.2.<br /><b class="num">2</b> [[no pensar]] op. νοεῖν Plot.2.9.1, 5.5.1.
}}
}}

Revision as of 12:02, 21 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνοηταίνω Medium diacritics: ἀνοηταίνω Low diacritics: ανοηταίνω Capitals: ΑΝΟΗΤΑΙΝΩ
Transliteration A: anoētaínō Transliteration B: anoētainō Transliteration C: anoitaino Beta Code: a)nohtai/nw

English (LSJ)

   A to be devoid of intelligence, Pl.Phlb.12d, Henioch.5, Plot.5.5.1; opp. νοεῖν, 2.9.1:—also ἀνο-ητεύω, Sch.Ar.Nu.1480.

German (Pape)

[Seite 239] unverständig sein, Plat. Phil. 12 d Ep. 11, 359 c; Henioch. com. Stob. flor. 43, 27.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνοηταίνω: εἶμαι ἀνόητος, φέρομαι ἀνοήτως, τὸν ἀνοηταίνοντα καὶ ἀνοήτων δοξῶν καὶ ἐλπίδων μεστὸν Πλάτ. Φίλ. 12D, Ἡνίοχος ἐν Ἀδήλ. 1. 3· ἀνοητεύω Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Νεφ. 1484· ἀνοητέω ἀμφ. παρ’ Ἐπιφαν.

Spanish (DGE)

1 ser estúpido, insensato Pl.Phlb.12d, Ep.359c, Amips.32A, D.C.18.2.
2 no pensar op. νοεῖν Plot.2.9.1, 5.5.1.