δικαιολογικός: Difference between revisions

From LSJ

Νόσον δὲ κρεῖττόν ἐστιν ἢ λύπην φέρειν → Morbum quam tristitatem exantles facilius → Es lässt sich leichter krank sein als betrübt

Menander, Monostichoi, 383
(6_10)
(big3_11)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δῐκαιολογικός''': -ή, -όν, [[κατάλληλος]] πρὸς ἀγόρευσιν ἐν τῷ δικαστηρίῳ, [[δικανικός]], Σχόλ. Σοφ. Ο. Κ. 237. -Ἐπίρρ. -κῶς, συγκρ. -κώτερον, [[αὐτόθι]].
|lstext='''δῐκαιολογικός''': -ή, -όν, [[κατάλληλος]] πρὸς ἀγόρευσιν ἐν τῷ δικαστηρίῳ, [[δικανικός]], Σχόλ. Σοφ. Ο. Κ. 237. -Ἐπίρρ. -κῶς, συγκρ. -κώτερον, [[αὐτόθι]].
}}
{{DGE
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">1</b> [[propio de un alegato de defensa]], [[justificativo]], [[convincente]] φανῆναι ἂν τὰ μὲν συνηγοροῦντα τῶν εἰρημένων ... ἔχοντά τι πραγματικὸν καὶ δικαιολογικόν Epicur.(?) <i>CPF</i> 10.10, (στάσεις) Hermog.<i>Stat</i>.52, cf. Sch.Er.<i>Il</i>.23.594, Eust.1442.62<br /><b class="num">•</b>neutr. subst. τὸ δ. [[discurso de defensa]] τῷ δικαιολογικῷ τὸν Οἰδίπουν χρήσασθαι πρὸς αὐτούς Sch.S.<i>OC</i> 237P.<br /><b class="num">•</b>neutr. compar. como adv. ἐπεὶ οὗτοι οὔπω πείθονται, τότε δικαιολογικώτερον ... ἐκφέρει τὰ ἑξῆς ὁ Οἰδίπους Sch.S.<i>OC</i> 237P.<br /><b class="num">2</b> adv. -ῶς [[con animo de justificación o defensa]] Eust.1011.20.
}}
}}

Revision as of 12:03, 21 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῐκαιολογικός Medium diacritics: δικαιολογικός Low diacritics: δικαιολογικός Capitals: ΔΙΚΑΙΟΛΟΓΙΚΟΣ
Transliteration A: dikaiologikós Transliteration B: dikaiologikos Transliteration C: dikaiologikos Beta Code: dikaiologiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A of or for pleading, judicial, Sch.S.OC237. Adv. -κῶς, Comp. -κώτερον ibid.

German (Pape)

[Seite 626] ή, όν, zur Vertheidigung gehörig, Rhett. – Adv., δικαιολογικώτερον, Schol. Soph. O. C. 237.

Greek (Liddell-Scott)

δῐκαιολογικός: -ή, -όν, κατάλληλος πρὸς ἀγόρευσιν ἐν τῷ δικαστηρίῳ, δικανικός, Σχόλ. Σοφ. Ο. Κ. 237. -Ἐπίρρ. -κῶς, συγκρ. -κώτερον, αὐτόθι.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
1 propio de un alegato de defensa, justificativo, convincente φανῆναι ἂν τὰ μὲν συνηγοροῦντα τῶν εἰρημένων ... ἔχοντά τι πραγματικὸν καὶ δικαιολογικόν Epicur.(?) CPF 10.10, (στάσεις) Hermog.Stat.52, cf. Sch.Er.Il.23.594, Eust.1442.62
neutr. subst. τὸ δ. discurso de defensa τῷ δικαιολογικῷ τὸν Οἰδίπουν χρήσασθαι πρὸς αὐτούς Sch.S.OC 237P.
neutr. compar. como adv. ἐπεὶ οὗτοι οὔπω πείθονται, τότε δικαιολογικώτερον ... ἐκφέρει τὰ ἑξῆς ὁ Οἰδίπους Sch.S.OC 237P.
2 adv. -ῶς con animo de justificación o defensa Eust.1011.20.