δυσμετάτρεπτος: Difference between revisions
From LSJ
κεῖται μὲν γαίῃ φθίμενον δέμας, ἡ δὲ δοθεῖσα ψυχή μοι ναίει δώματ' ἐπουράνια → my body lies mouldering in the ground, but the soul entrusted to me dwells in heavenly abodes
(6_16) |
(big3_12) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δυσμετάτρεπτος''': -ον, δυσκόλως μετατρεπόμενος, Εὐστάθ. σ. 1461, 43. | |lstext='''δυσμετάτρεπτος''': -ον, δυσκόλως μετατρεπόμενος, Εὐστάθ. σ. 1461, 43. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον<br />[[inflexible]] neutr. subst. τὸ δ. [[la inflexibilidad]] τὸ βαρύμηνι καὶ δ. αὐτῆς de Atenea, Eust.1461.43. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:03, 21 August 2017
English (LSJ)
ον, = foreg., Eust.1461.43.
Greek (Liddell-Scott)
δυσμετάτρεπτος: -ον, δυσκόλως μετατρεπόμενος, Εὐστάθ. σ. 1461, 43.
Spanish (DGE)
-ον
inflexible neutr. subst. τὸ δ. la inflexibilidad τὸ βαρύμηνι καὶ δ. αὐτῆς de Atenea, Eust.1461.43.