ἀνεπιστρεπτέω: Difference between revisions
From LSJ
τἄλλαι ... γυναῖκες ... ἀπήλαἁν τὼς ἄνδρας ἀπὸ τῶν ὑσσάκων → the other women diverted the men from their vaginas
(6_19) |
(big3_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀνεπιστρεπτέω''': οὐκ ἐπιστρέφομαι, οὐ [[φροντίζω]], εἶμαι [[ἀπρόσεκτος]], Διογ. Λ. 6. 91, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 5, 9. | |lstext='''ἀνεπιστρεπτέω''': οὐκ ἐπιστρέφομαι, οὐ [[φροντίζω]], εἶμαι [[ἀπρόσεκτος]], Διογ. Λ. 6. 91, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 5, 9. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=[[no prestar atención]], [[no dar importancia]] κῴδιον αὐτόν φησί ποτε προσράψαι τῷ τρίβωνι ἀνεπιστρεπτοῦντα D.L.6.91, ἀνεπιστρεπτοῦσι γὰρ καὶ οὐ φοβοῦνται οἱ μεθύοντες Artem.3.42, τοῦ δὲ [ἀν] τιδίκου ἀνεπιστρεπτήσαντος no prestando atención mi oponente</i>, <i>POxy</i>.486.10 (II d.C.), cf. Arr.<i>Epict</i>.2.5.9, Vett.Val.43.27. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:04, 21 August 2017
English (LSJ)
A to be indifferent, pay no heed, D.L. 6.91, Arr.Epict.2.5.9, Vett.Val.43.27, Artem.3.42, POxy.486.10 (ii A.D.).
German (Pape)
[Seite 225] sich nicht an etwas kehren, sorglos sein, Diog. L. 6, 91. 8, 17.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνεπιστρεπτέω: οὐκ ἐπιστρέφομαι, οὐ φροντίζω, εἶμαι ἀπρόσεκτος, Διογ. Λ. 6. 91, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 5, 9.
Spanish (DGE)
no prestar atención, no dar importancia κῴδιον αὐτόν φησί ποτε προσράψαι τῷ τρίβωνι ἀνεπιστρεπτοῦντα D.L.6.91, ἀνεπιστρεπτοῦσι γὰρ καὶ οὐ φοβοῦνται οἱ μεθύοντες Artem.3.42, τοῦ δὲ [ἀν] τιδίκου ἀνεπιστρεπτήσαντος no prestando atención mi oponente, POxy.486.10 (II d.C.), cf. Arr.Epict.2.5.9, Vett.Val.43.27.