διέψω: Difference between revisions
From LSJ
Sophocles, Fragment 698
(6_13b) |
(big3_11) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''διέψω''': μέλλ. -εψήσω, [[βράζω]] ἐντελῶς, δ. ἀνθρώπους, ἐπὶ τοῦ ἀποτελέσματος τοῦ ἡλίου ἐν ταῖς δυτικαῖς χώραις, παρ’ Ἱππ. Ἀέρ. 283. | |lstext='''διέψω''': μέλλ. -εψήσω, [[βράζω]] ἐντελῶς, δ. ἀνθρώπους, ἐπὶ τοῦ ἀποτελέσματος τοῦ ἡλίου ἐν ταῖς δυτικαῖς χώραις, παρ’ Ἱππ. Ἀέρ. 283. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[abrasar]] τοὺς ἀνθρώπους el sol, Hp.<i>Aër</i>.6.<br /><b class="num">2</b> [[hervir]], [[cocer]], <i>Hippiatr.Paris</i>.551. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:04, 21 August 2017
English (LSJ)
A scorch thoroughly, δ. ἀνθρώπους, of the effect of the westering sun, in Hp.Aër.6.
German (Pape)
[Seite 623] (s. ἕψω), durch-, gar kochen, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
διέψω: μέλλ. -εψήσω, βράζω ἐντελῶς, δ. ἀνθρώπους, ἐπὶ τοῦ ἀποτελέσματος τοῦ ἡλίου ἐν ταῖς δυτικαῖς χώραις, παρ’ Ἱππ. Ἀέρ. 283.
Spanish (DGE)
1 abrasar τοὺς ἀνθρώπους el sol, Hp.Aër.6.
2 hervir, cocer, Hippiatr.Paris.551.