ἁμαμηλίς: Difference between revisions

From LSJ

Δεῖ τοὺς μὲν εἶναι δυστυχεῖς, τοὺς δ' εὐτυχεῖς → Aliis necesse est bene sit, aliis sit male → Die einen trifft das Unglück, andere das Glück

Menander, Monostichoi, 125
(6_12)
(big3_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἁμαμηλίς''': -ίδος, ἡ, ([[μῆλον]]) «ἀπίου γένος, ἢ μήλου ἢ μεσπίλου», Ἡσύχ., «[[σῦκον]] τὸ ἅμα μήλῳ ἀνθοῦν», Εὐστ. 878. «αἱ δὲ ἁμαμηλίδες οὐκ εἰσὶν ἄπιοι, ὥς τινες οἴονται, ἀλλ’ ἕτερόν τι καὶ ἥδιον καὶ ἀπύρηνον», Ἀθήν. 565d: πρβλ. [[ἐπιμηλίς]].
|lstext='''ἁμαμηλίς''': -ίδος, ἡ, ([[μῆλον]]) «ἀπίου γένος, ἢ μήλου ἢ μεσπίλου», Ἡσύχ., «[[σῦκον]] τὸ ἅμα μήλῳ ἀνθοῦν», Εὐστ. 878. «αἱ δὲ ἁμαμηλίδες οὐκ εἰσὶν ἄπιοι, ὥς τινες οἴονται, ἀλλ’ ἕτερόν τι καὶ ἥδιον καὶ ἀπύρηνον», Ἀθήν. 565d: πρβλ. [[ἐπιμηλίς]].
}}
{{DGE
|dgtxt=(ἁμᾰμηλίς) -ίδος, ἡ<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> tb. [[ἀμόμηλις]] Hsch.<br />bot. [[níspero]], [[fruto del níspero]], [[Mespilus germanica L.]], Hp.<i>Mul</i>.1.44, Aristomen.11, Ath.650c, d, Hsch., <i>Et.Sym</i>.664.<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> Comp. de [[ἅμα]] y μῆλον: ‘que florece a la vez que el manzano’.
}}
}}

Revision as of 12:05, 21 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἁμᾰμηλίς Medium diacritics: ἁμαμηλίς Low diacritics: αμαμηλίς Capitals: ΑΜΑΜΗΛΙΣ
Transliteration A: hamamēlís Transliteration B: hamamēlis Transliteration C: amamilis Beta Code: a(mamhli/s

English (LSJ)

ίδος, ἡ,

   A = ἐπιμηλίς, medlar, Mespilus germanica, Hp. Mul.1.44, Aristomen.11, cf.Ath.14.650c.

German (Pape)

[Seite 115] ίδος, ἡ, eine Baum- oder Strauchart mit eßbaren Früchten, vielleicht Mispel, Hippocr.; Ath. XIV, 650 c οὐκ εἰσὶν ἄπιοι, ὥς τινες οἴονται, ἀλλ' ἕτερόν τι καὶ ἥδιον καὶ ἀπύρηνον, vgl. ἐπιμηλίς. Der Name wurde abgeleitet von ἅμα μήλῳ ἀνθοῦν.

Greek (Liddell-Scott)

ἁμαμηλίς: -ίδος, ἡ, (μῆλον) «ἀπίου γένος, ἢ μήλου ἢ μεσπίλου», Ἡσύχ., «σῦκον τὸ ἅμα μήλῳ ἀνθοῦν», Εὐστ. 878. «αἱ δὲ ἁμαμηλίδες οὐκ εἰσὶν ἄπιοι, ὥς τινες οἴονται, ἀλλ’ ἕτερόν τι καὶ ἥδιον καὶ ἀπύρηνον», Ἀθήν. 565d: πρβλ. ἐπιμηλίς.

Spanish (DGE)

(ἁμᾰμηλίς) -ίδος, ἡ

• Alolema(s): tb. ἀμόμηλις Hsch.
bot. níspero, fruto del níspero, Mespilus germanica L., Hp.Mul.1.44, Aristomen.11, Ath.650c, d, Hsch., Et.Sym.664.

• Etimología: Comp. de ἅμα y μῆλον: ‘que florece a la vez que el manzano’.