ἀμφισβητητέον: Difference between revisions
From LSJ
μηδέ μοι ἄκλαυστος θάνατος μόλοι, ἀλλὰ φίλοισι καλλείποιμι θανὼν ἄλγεα καὶ στοναχάς → may death not come to me without tears, but when I die may I leave my friends with sorrow and lamentation
(6_20) |
(big3_3) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀμφισβητητέον''': ῥηματ. ἐπιθ., δεῖ ἀμφισβητεῖν, πρέπει νὰ φέρῃ τις ἀντιρρήσεις, τοῖς εἰρημένοις Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 3. 5, 5· πρβλ. [[ἀμφισβητέω]] Ι. 4. | |lstext='''ἀμφισβητητέον''': ῥηματ. ἐπιθ., δεῖ ἀμφισβητεῖν, πρέπει νὰ φέρῃ τις ἀντιρρήσεις, τοῖς εἰρημένοις Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 3. 5, 5· πρβλ. [[ἀμφισβητέω]] Ι. 4. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=[[hay que contradecir]] c. dat. εἰρημένοις Arist.<i>EN</i> 1113<sup>b</sup>17. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:05, 21 August 2017
English (LSJ)
verb. Adj.
A one must argue against, τοῖς εἰρημένοις Arist.EN1113b17; cf ἀμφισβητέω 1.4.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμφισβητητέον: ῥηματ. ἐπιθ., δεῖ ἀμφισβητεῖν, πρέπει νὰ φέρῃ τις ἀντιρρήσεις, τοῖς εἰρημένοις Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 3. 5, 5· πρβλ. ἀμφισβητέω Ι. 4.
Spanish (DGE)
hay que contradecir c. dat. εἰρημένοις Arist.EN 1113b17.