ἀποχωρίζω: Difference between revisions
Δελφῖνα νήχεσθαι διδάσκεις: ἐπὶ τῶν ἐν ἐκείνοις τινὰ παιδοτριβούντων, ἐν οἷς ἤσκηται → Teaching dolphins to swim: is applied to those who are teaching something among people who are already well versed in it
(Bailly1_1) |
(big3_6) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=séparer.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[χωρίζω]]. | |btext=séparer.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[χωρίζω]]. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=<b class="num">1</b> en v. med.-pas. [[separarse]] c. gen. del agua πυρὸς ἀποχωρισθέν Pl.<i>Ti</i>.59d, ἀποχωριζομένη δέρματος ἑκάστη θρίξ Pl.<i>Ti</i>.76c, πολιτικῆς ἐπιστήμης ἀποκεχωρίσθαι Pl.<i>Plt</i>.303e, ἐν τῷ ἀποκεχωρισμένῳ τοῦ οἴκου LXX <i>Ez</i>.43.21, μὴ ἀποχωρισθῶμεν ἀλλήλων <i>PAnt</i>.93.9 (IV d.C.)<br /><b class="num">•</b>c. giros prep. ἐξ ἰνῶν [[αἷμα]] ... ἀποχωριζόμενον Pl.<i>Ti</i>.84a, ἀπεχωρίσθησαν ἀπὸ βασιλικῆς ... πράξεως Pl.<i>Plt</i>.289d, cf. D.C.71.4.2<br /><b class="num">•</b>[[divorciarse]] ἀποχωρισθῆναι ἀπ' ἀλλήλων <i>PMasp</i>.153.13 (VI d.C.), ἀπ' [[αὐτοῦ]] <i>PLond</i>.1731.11 (VI d.C.)<br /><b class="num">•</b>abs. ἀποχωρισθέντων τῶν [[ἔμπροσθεν]] alejados los anteriores (pretendientes)</i> Pl.<i>Plt</i>.291a<br /><b class="num">•</b>[[retraerse]], [[retirarse]] ὁ οὐρανὸς ἀπεχωρίσθη ὡς βιβλίον ἑλισσόμενον el cielo se retrajo como un libro enrollado</i>, <i>Apoc</i>.6.14.<br /><b class="num">2</b> en v. act. [[separar]] τὸ μὲν χεῖρον ἀπὸ βελτίονος Pl.<i>Sph</i>.226d, cf. 256b, ψηφισαμένων τῶν ἀρχόντων ἂποχωρίσαι τάξεις αἵτινες βοηθήσουσι habiendo decidido los generales separar algunos batallones para que ayudaran</i> Lys.16.16, ἀπὸ πάντων ὡς ἓν [[εἶδος]] ἀποχωρίζων separando (un número) de todos los otros como si constituyera una sola especie</i> Pl.<i>Plt</i>.262e, ἀποχωρίσαι πλοίῳ apartar (¿el dinero?) para la nave</i>, <i>PCair.Zen</i>.753.37 (III a.C.). | |||
}} | }} |
Revision as of 12:06, 21 August 2017
English (LSJ)
A separate from, τὸ χεῖρον ἀπὸ βελτίονος Pl.Sph.226d:—Pass., to be separated from, πυρός Id.Ti.59d; ἐξ ἰνῶν αἷμα ἀ. ib.84a. 2 separate, set apart, detach, Lys.16.16; ἀ. ὡς ἓν εἶδος separate and put into one class, Pl. Plt.262e; ἀπὸ βασιλικῆς τε καὶ πολιτικῆς πράξεως ib.289d. 3 Pass., to be vomited, Herod. Med. in Rh.Mus.58.99.
German (Pape)
[Seite 337] absondern, trennen, τὸ χεῖρον ἀπὸ βελτίονος Plat. Soph. 226 d; αἷμα ἐξ ἰνῶν ἀποχωριζόμενον Tim. 84 a; τὰς τάξεις Lys. 16, 16, abtreten lassen, wegschicken.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποχωρίζω: μέλλ. Ἀττ. -ῐῶ: -χωρίζω ἢ ἀποχωρίζω τὶ ἀπό τινος, τὸ χεῖρον ἀπὸ βελτίονος Πλάτ. Σοφ. 226D, πρβλ. Πολιτικ. 289C: - Παθ. ἀποχωρίζομαι ἀπό τινος, πυρὸς ὁ αὐτ. Τίμ. 59D· ἐξ ἰνῶν αἷμα ἀπ. αὐτόθι 84Α. 2) ἀποχωρίζω, τίθημί τι χωρίς, κατ’ ἰδίαν, ἀπομακρύνω τὸ ἕν ἀπὸ τοῦ ἄλλου, ἀποχωρίσαι τάξεις Λυσ. 147.17· ἀπ. ὡς ἕν εἶδος, χωρίζω καὶ κατατάσσω εἰς μίαν τάξιν, Πλάτ. Πολιτ. 262D.
French (Bailly abrégé)
séparer.
Étymologie: ἀπό, χωρίζω.
Spanish (DGE)
1 en v. med.-pas. separarse c. gen. del agua πυρὸς ἀποχωρισθέν Pl.Ti.59d, ἀποχωριζομένη δέρματος ἑκάστη θρίξ Pl.Ti.76c, πολιτικῆς ἐπιστήμης ἀποκεχωρίσθαι Pl.Plt.303e, ἐν τῷ ἀποκεχωρισμένῳ τοῦ οἴκου LXX Ez.43.21, μὴ ἀποχωρισθῶμεν ἀλλήλων PAnt.93.9 (IV d.C.)
•c. giros prep. ἐξ ἰνῶν αἷμα ... ἀποχωριζόμενον Pl.Ti.84a, ἀπεχωρίσθησαν ἀπὸ βασιλικῆς ... πράξεως Pl.Plt.289d, cf. D.C.71.4.2
•divorciarse ἀποχωρισθῆναι ἀπ' ἀλλήλων PMasp.153.13 (VI d.C.), ἀπ' αὐτοῦ PLond.1731.11 (VI d.C.)
•abs. ἀποχωρισθέντων τῶν ἔμπροσθεν alejados los anteriores (pretendientes) Pl.Plt.291a
•retraerse, retirarse ὁ οὐρανὸς ἀπεχωρίσθη ὡς βιβλίον ἑλισσόμενον el cielo se retrajo como un libro enrollado, Apoc.6.14.
2 en v. act. separar τὸ μὲν χεῖρον ἀπὸ βελτίονος Pl.Sph.226d, cf. 256b, ψηφισαμένων τῶν ἀρχόντων ἂποχωρίσαι τάξεις αἵτινες βοηθήσουσι habiendo decidido los generales separar algunos batallones para que ayudaran Lys.16.16, ἀπὸ πάντων ὡς ἓν εἶδος ἀποχωρίζων separando (un número) de todos los otros como si constituyera una sola especie Pl.Plt.262e, ἀποχωρίσαι πλοίῳ apartar (¿el dinero?) para la nave, PCair.Zen.753.37 (III a.C.).