ἀπαράπειστος: Difference between revisions
From LSJ
Ζῆν οὐκ ἔδει γυναῖκα κατὰ πολλοὺς τρόπους → Nullam esse decuit feminam multis modis → Kein Leben steht der Frau aus vielen Gründen zu
(6_18) |
(big3_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀπαράπειστος''': -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ παραπείσῃ, Διον. Ἁλ. 8. 61. | |lstext='''ἀπαράπειστος''': -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ παραπείσῃ, Διον. Ἁλ. 8. 61. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[inexorable]] περὶ τὰ δίκαια D.H.8.61.<br /><b class="num">2</b> [[indócil]], [[desobediente]] Hsch.s.u. [[ἄπιστος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:06, 21 August 2017
English (LSJ)
ον,
A not to be seduced, D.H.8.61.
German (Pape)
[Seite 279] nicht durch Zureden abzubringen, unbestechlich, D. Hal. 8, 61.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπαράπειστος: -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ παραπείσῃ, Διον. Ἁλ. 8. 61.
Spanish (DGE)
-ον
1 inexorable περὶ τὰ δίκαια D.H.8.61.
2 indócil, desobediente Hsch.s.u. ἄπιστος.