ἐκσπερματίζω: Difference between revisions

From LSJ

Οὐδὲν γυναικὸς χεῖρον οὐδὲ τῆς καλῆς → Nil muliere peius est, pulchra quoque → Das Schlimmste ist, selbst wenn sie schön ist, eine Frau

Menander, Monostichoi, 413
(6_1)
(big3_14b)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐκσπερματίζω''': [[ἐκβάλλω]], [[χύνω]] τὸ [[σπέρμα]] μου, καὶ ἐκσπερματιεῖ [[σπέρμα]], ἐπὶ γυναικός, [[συλλαμβάνω]], Ἑβδ. (Ἀριθμ. Ε΄, 28)· πρβλ. [[σπερματίζω]].
|lstext='''ἐκσπερματίζω''': [[ἐκβάλλω]], [[χύνω]] τὸ [[σπέρμα]] μου, καὶ ἐκσπερματιεῖ [[σπέρμα]], ἐπὶ γυναικός, [[συλλαμβάνω]], Ἑβδ. (Ἀριθμ. Ε΄, 28)· πρβλ. [[σπερματίζω]].
}}
{{DGE
|dgtxt=[[hacer productiva]] la simiente ἐὰν δὲ μὴ μιανθῇ ἡ [[γυνή]] ... ἐκσπερματιεῖ σπέρμα si la mujer no está mancillada, concebirá</i> LXX <i>Nu</i>.5.28.
}}
}}

Revision as of 12:06, 21 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκσπερμᾰτίζω Medium diacritics: ἐκσπερματίζω Low diacritics: εκσπερματίζω Capitals: ΕΚΣΠΕΡΜΑΤΙΖΩ
Transliteration A: ekspermatízō Transliteration B: ekspermatizō Transliteration C: ekspermatizo Beta Code: e)kspermati/zw

English (LSJ)

   A semen emitto, ἐ. σπέρμα, of a woman, conceive, LXX Nu.5.28.

German (Pape)

[Seite 779] = simplex, LXX.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκσπερματίζω: ἐκβάλλω, χύνω τὸ σπέρμα μου, καὶ ἐκσπερματιεῖ σπέρμα, ἐπὶ γυναικός, συλλαμβάνω, Ἑβδ. (Ἀριθμ. Ε΄, 28)· πρβλ. σπερματίζω.

Spanish (DGE)

hacer productiva la simiente ἐὰν δὲ μὴ μιανθῇ ἡ γυνή ... ἐκσπερματιεῖ σπέρμα si la mujer no está mancillada, concebirá LXX Nu.5.28.