δάσυμα: Difference between revisions
From LSJ
(6_5) |
(big3_10) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δάσῡμα''': -ατος, τό, = [[τρίχωμα]], Ἀέτ. σ. 131. | |lstext='''δάσῡμα''': -ατος, τό, = [[τρίχωμα]], Ἀέτ. σ. 131. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ματος, τό<br />medic. [[aspereza]], [[rugosidad]] de los párpados, a veces como sinón. de [[tracoma]] τραχώματα, ἅπερ καὶ δασύματα πρός τινων κέκληται Seuer. en Aët.7.45, de un fármaco λεπτύνει ... τὰ βλέφαρα καὶ τὰ τούτων δασύματα καὶ τραχώματα ἐξομαλίζει Aët.7.104. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:07, 21 August 2017
English (LSJ)
[ᾰ], ατος, τό,
A = τράχωμα., Sever. ap. Aët.7.45.
German (Pape)
[Seite 524] τό, die Rauhheit, Aet.
Greek (Liddell-Scott)
δάσῡμα: -ατος, τό, = τρίχωμα, Ἀέτ. σ. 131.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
medic. aspereza, rugosidad de los párpados, a veces como sinón. de tracoma τραχώματα, ἅπερ καὶ δασύματα πρός τινων κέκληται Seuer. en Aët.7.45, de un fármaco λεπτύνει ... τὰ βλέφαρα καὶ τὰ τούτων δασύματα καὶ τραχώματα ἐξομαλίζει Aët.7.104.