ἀνόδους: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ' ἐσθ' ὁ θάνατος λοῖσθος ἰατρός κακῶν → but death is the ultimate healer of ills

Source
(6_19)
(big3_4)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνόδους''': -οντος, ὁ, ἡ, [[ἄνευ]] ὀδόντων, [[νωδός]], Ἀριστ. π. Ζ. μορ. 3.14, 9, Ἀποσπ. 278.
|lstext='''ἀνόδους''': -οντος, ὁ, ἡ, [[ἄνευ]] ὀδόντων, [[νωδός]], Ἀριστ. π. Ζ. μορ. 3.14, 9, Ἀποσπ. 278.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ουν<br />[[que no tiene dientes]] ῥαφίς Arist.<i>Fr</i>.294, v. [[ἀνόδοντος]].
}}
}}

Revision as of 12:07, 21 August 2017

German (Pape)

[Seite 239] οντος, zahnlos, Ath. VII, 319 d aus Arist. part. an. 3, 14.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνόδους: -οντος, ὁ, ἡ, ἄνευ ὀδόντων, νωδός, Ἀριστ. π. Ζ. μορ. 3.14, 9, Ἀποσπ. 278.

Spanish (DGE)

-ουν
que no tiene dientes ῥαφίς Arist.Fr.294, v. ἀνόδοντος.