ἀριστευτής: Difference between revisions
From LSJ
μοχθεῖν τε βροτοῖσ(ιν) άνάγκη → and you mortals must endure trouble (Euripides' Hippolytus 208)
(6_15) |
(big3_6) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀριστευτής''': ὁ, ὁ βελτιῶν τὴν κατάστασίν τινος, πεδίων [[ἀριστευτής]], ἐπὶ γεωργοῦ, Σεκούνδου γνωμ. ἐν Πονημ. Gal σ. 639. | |lstext='''ἀριστευτής''': ὁ, ὁ βελτιῶν τὴν κατάστασίν τινος, πεδίων [[ἀριστευτής]], ἐπὶ γεωργοῦ, Σεκούνδου γνωμ. ἐν Πονημ. Gal σ. 639. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-οῦ, ὁ<br />[[que hace mejorar]] c. gen. πεδίων ἀ. de un labrador, Secund.<i>Sent</i>.12. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:07, 21 August 2017
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A improver, πεδίων ἀ., of a husbandman, Secund.Sent.16.
Greek (Liddell-Scott)
ἀριστευτής: ὁ, ὁ βελτιῶν τὴν κατάστασίν τινος, πεδίων ἀριστευτής, ἐπὶ γεωργοῦ, Σεκούνδου γνωμ. ἐν Πονημ. Gal σ. 639.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
que hace mejorar c. gen. πεδίων ἀ. de un labrador, Secund.Sent.12.