ἀντιτυπέω: Difference between revisions
αἱ δὲ χολωσάμεναι πηρὸν θέσαν → but they in their wrath maimed him, but they in their wrath made him helpless, but they in their wrath made him blind
(6_20) |
(big3_5) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀντιτῠπέω''': πλήττω [[ἐναντίον]], ἀνθίσταμαι, [[ἀντιτείνω]], ἀπωθῶ, ἰδίως ἐπὶ σκληρῶν σωμάτων, [[ὅταν]] τὸ ἐκκρινόμενον [[πνεῦμα]] ἑτέρῳ ἀντιτυπήσῃ Ἀριστ. Μετεωρ. 3. 1,4· [[πρός]] τι Ἀχ. Τάτ. 2. 38· ἀπολ., Ἱππ. 665. 6· τὸ εἶκον καὶ μὴ ἀντιτυποῦν Πλάτ. Κρατ. 420D: - [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ μεσ. τύπῳ, Ἱππ. 638. 51. | |lstext='''ἀντιτῠπέω''': πλήττω [[ἐναντίον]], ἀνθίσταμαι, [[ἀντιτείνω]], ἀπωθῶ, ἰδίως ἐπὶ σκληρῶν σωμάτων, [[ὅταν]] τὸ ἐκκρινόμενον [[πνεῦμα]] ἑτέρῳ ἀντιτυπήσῃ Ἀριστ. Μετεωρ. 3. 1,4· [[πρός]] τι Ἀχ. Τάτ. 2. 38· ἀπολ., Ἱππ. 665. 6· τὸ εἶκον καὶ μὴ ἀντιτυποῦν Πλάτ. Κρατ. 420D: - [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ μεσ. τύπῳ, Ἱππ. 638. 51. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[chocar con]], [[rebotar]] ἑτέρῳ Arist.<i>Mete</i>.370<sup>b</sup>18, c. πρός y ac. Ach.Tat.2.38.4<br /><b class="num">•</b>c. ac. Phld.<i>Sign</i>.18, abs. de la φωνή como σῶμα Sch.D.T.482.28<br /><b class="num">•</b>en v. pas. λόγος ... ὥσπερ ἀντιτυπούμενος πρὸς ἑαυτὸν ἐπανέρχεται Iust.Phil.<i>Fr</i>.p.49<br /><b class="num">•</b>abs. [[resonar]] ἡ φωνή Sch.D.T.482.30.<br /><b class="num">2</b> [[resistir]] c. dat. πεδίου ... μὴ ἀντιτυποῦντος τῇ ὁπλῇ Luc.<i>Dom</i>.10, δίκην λίθου ... τὸν λόγον Origenes M.12.284A<br /><b class="num">•</b>abs. Pl.<i>Cra</i>.420d, Basil.M.29.332B<br /><b class="num">•</b>[[reaccionar]] Hp.<i>Mul</i>.2.177. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:08, 21 August 2017
English (LSJ)
A strike against, esp. of a hard body, τινί Arist.Mete. 370b18; resist, τὰ ἁπτὰ ἀ. τὴν ἁφήν Phld.Sign.18; πεδίου μὴ ἀντιτυποῦντος τῇ ὁπλῇ Luc.Dom.10; προσάλληλα Ach.Tat.2.38: abs., Hp.Mul.2.177; τὸ εἶκον καὶ μὴ ἀντιτυποῦν Pl.Cra.420d:—also in Med., Hp.Mul.1.61.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντιτῠπέω: πλήττω ἐναντίον, ἀνθίσταμαι, ἀντιτείνω, ἀπωθῶ, ἰδίως ἐπὶ σκληρῶν σωμάτων, ὅταν τὸ ἐκκρινόμενον πνεῦμα ἑτέρῳ ἀντιτυπήσῃ Ἀριστ. Μετεωρ. 3. 1,4· πρός τι Ἀχ. Τάτ. 2. 38· ἀπολ., Ἱππ. 665. 6· τὸ εἶκον καὶ μὴ ἀντιτυποῦν Πλάτ. Κρατ. 420D: - ὡσαύτως ἐν τῷ μεσ. τύπῳ, Ἱππ. 638. 51.
Spanish (DGE)
1 chocar con, rebotar ἑτέρῳ Arist.Mete.370b18, c. πρός y ac. Ach.Tat.2.38.4
•c. ac. Phld.Sign.18, abs. de la φωνή como σῶμα Sch.D.T.482.28
•en v. pas. λόγος ... ὥσπερ ἀντιτυπούμενος πρὸς ἑαυτὸν ἐπανέρχεται Iust.Phil.Fr.p.49
•abs. resonar ἡ φωνή Sch.D.T.482.30.
2 resistir c. dat. πεδίου ... μὴ ἀντιτυποῦντος τῇ ὁπλῇ Luc.Dom.10, δίκην λίθου ... τὸν λόγον Origenes M.12.284A
•abs. Pl.Cra.420d, Basil.M.29.332B
•reaccionar Hp.Mul.2.177.