ἀνακτητικός: Difference between revisions
From LSJ
ᾗ μήτε χλαῖνα μήτε σισύρα συμφέρει → content neither with cloak nor rug, be never satisfied, can't get no satisfaction, be hard to please
(6_10) |
(big3_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀνακτητικός''': -ή, -όν, [[κατάλληλος]] πρὸς ἀνάρρωσιν, ἀμφ. παρὰ Διοσκορ. | |lstext='''ἀνακτητικός''': -ή, -όν, [[κατάλληλος]] πρὸς ἀνάρρωσιν, ἀμφ. παρὰ Διοσκορ. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">1</b> [[que hace recobrarse]] σίκυς ... ἀνακτητικὸς λειποθυμιῶν Dsc.2.135.<br /><b class="num">2</b> subst. bot. τὸ ἀ. [[poleo]], [[Mentha pulegium L.]], ἀνακτητικόν· γλήχων Hsch. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:08, 21 August 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A recuperative: ἀνακτητικόν· γλήχων, Hsch. (cf. ἀνακτάομαι 1.2).
German (Pape)
[Seite 194] geschickt wieder zu erlangen, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνακτητικός: -ή, -όν, κατάλληλος πρὸς ἀνάρρωσιν, ἀμφ. παρὰ Διοσκορ.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
1 que hace recobrarse σίκυς ... ἀνακτητικὸς λειποθυμιῶν Dsc.2.135.
2 subst. bot. τὸ ἀ. poleo, Mentha pulegium L., ἀνακτητικόν· γλήχων Hsch.