βωλοστροφέω: Difference between revisions

From LSJ

αὔριον ὔμμε‎ πάσας ἐγὼ λουσῶ Συβαρίτιδος ἔνδοθι λίμνας‎ → tomorrow I'll wash you one and all in Sybaris lake

Source
(6_1)
(big3_9)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''βωλοστροφέω''': [[ἀναστρέφω]] βώλους, ἐν ᾧ ἀροτριῶ, Γεωπ. 2. 23, Εὐστ. 581. 16· βωλοστροφία, ἡ τὸ ἀναστρέφειν βώλους, Γλωσσ.
|lstext='''βωλοστροφέω''': [[ἀναστρέφω]] βώλους, ἐν ᾧ ἀροτριῶ, Γεωπ. 2. 23, Εὐστ. 581. 16· βωλοστροφία, ἡ τὸ ἀναστρέφειν βώλους, Γλωσσ.
}}
{{DGE
|dgtxt=[[dar la vuelta a los terrones]], [[arar]] en v. pas. βεβωλο[σ] τροφημέναι (ἄρουραι) <i>SB</i> 11403.10 (III d.C.), ἵν' τὸ λιπαρὸν τῆς γῆς βαρυεργηθῇ καὶ βωλοστροφηθῇ <i>Gp</i>.2.23.14, cf. Eust.581.16.
}}
}}

Revision as of 12:09, 21 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βωλοστροφέω Medium diacritics: βωλοστροφέω Low diacritics: βωλοστροφέω Capitals: ΒΩΛΟΣΤΡΟΦΕΩ
Transliteration A: bōlostrophéō Transliteration B: bōlostropheō Transliteration C: volostrofeo Beta Code: bwlostrofe/w

English (LSJ)

   A turn up clods in ploughing, Gp.2.23.14 (Pass.), Eust.581.16:—hence βωλο-στροφητέος, α, ον, also βωλο-στροφία, ἡ, turning up of clods, and βωλο-στρόφιον, τό, dibble, Gloss.

German (Pape)

[Seite 468] die Erdschollen umwenden, pflügen, Geop.

Greek (Liddell-Scott)

βωλοστροφέω: ἀναστρέφω βώλους, ἐν ᾧ ἀροτριῶ, Γεωπ. 2. 23, Εὐστ. 581. 16· βωλοστροφία, ἡ τὸ ἀναστρέφειν βώλους, Γλωσσ.

Spanish (DGE)

dar la vuelta a los terrones, arar en v. pas. βεβωλο[σ] τροφημέναι (ἄρουραι) SB 11403.10 (III d.C.), ἵν' τὸ λιπαρὸν τῆς γῆς βαρυεργηθῇ καὶ βωλοστροφηθῇ Gp.2.23.14, cf. Eust.581.16.