ἀκορύφωτος: Difference between revisions
From LSJ
οὐδέν γε πλὴν ἢ τὸ πέος ἐν τῇ δεξιᾷ → nothing, except for my penis in my right hand | nothing, except what I have in my right hand
(6_18) |
(big3_2) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀκορύφωτος''': -ον, ὃν δὲν δύναται τις να ἀριθμήσῃ ἢ συγκεφαλαιώσῃ, [[πολύς]], Ἡσύχ. ἐν λ. ἄκριτα. | |lstext='''ἀκορύφωτος''': -ον, ὃν δὲν δύναται τις να ἀριθμήσῃ ἢ συγκεφαλαιώσῃ, [[πολύς]], Ἡσύχ. ἐν λ. ἄκριτα. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον<br />[[que no se puede sumar]], [[innumerable]] Hsch., tb. s.u. ἄκριτα. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:10, 21 August 2017
English (LSJ)
ον,
A not to be summed, countless, Id.s.v. ἄκριτα.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκορύφωτος: -ον, ὃν δὲν δύναται τις να ἀριθμήσῃ ἢ συγκεφαλαιώσῃ, πολύς, Ἡσύχ. ἐν λ. ἄκριτα.
Spanish (DGE)
-ον
que no se puede sumar, innumerable Hsch., tb. s.u. ἄκριτα.