ἀναλόγισμα: Difference between revisions
From LSJ
μηδενί δίκην δικάσῃς πρίν ἀμφοῖν μῦθον ἀκούσῃς → do not give your judgement on anything until you have heard a speech on both sides
(6_5) |
(big3_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀναλόγισμα''': -ατος, τό, ἡ ἐκ παραβολῆς [[κρίσις]], τὸ ἐξ ἀναλογισμοῦ [[συμπέρασμα]], τὰ δὲ περὶ τούτων ἀναλογίσματα Πλάτ. Θεαίτ. 186C. | |lstext='''ἀναλόγισμα''': -ατος, τό, ἡ ἐκ παραβολῆς [[κρίσις]], τὸ ἐξ ἀναλογισμοῦ [[συμπέρασμα]], τὰ δὲ περὶ τούτων ἀναλογίσματα Πλάτ. Θεαίτ. 186C. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ματος, τό<br />[[razonamiento]] τὰ δὲ περὶ τούτων ἀναλογίσματα los razonamientos en torno a éstas (a las sensaciones)</i>, Pl.<i>Tht</i>.186c, τὸ δηλούμε νον ἀναλογίσματός τινος Epicur.<i>Fr</i>.[31] 7.7. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:12, 21 August 2017
English (LSJ)
ατος, τό,
A a result of reasoning, τὰ περὶ τούτων ἀ. Pl.Tht.186c.
German (Pape)
[Seite 196] τό, das Zusammenhalten einer Sache mit einer andern, um ihr gegenseitiges Verhältniß auszumitteln, Vergleichung, Plat. Theaet. 186 c.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναλόγισμα: -ατος, τό, ἡ ἐκ παραβολῆς κρίσις, τὸ ἐξ ἀναλογισμοῦ συμπέρασμα, τὰ δὲ περὶ τούτων ἀναλογίσματα Πλάτ. Θεαίτ. 186C.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
razonamiento τὰ δὲ περὶ τούτων ἀναλογίσματα los razonamientos en torno a éstas (a las sensaciones), Pl.Tht.186c, τὸ δηλούμε νον ἀναλογίσματός τινος Epicur.Fr.[31] 7.7.