ἀνακτίτης: Difference between revisions
From LSJ
Δύναται τὸ πλουτεῖν καὶ φιλανθρώπους ποιεῖν → Animos nonnumquam humanos concinnant opes → Mitunter macht der Reichtum Menschen auch human
(6_14) |
(big3_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀνακτίτης''': ὁ, [[πολύτιμος]] τις [[λίθος]], Ὀρφ. Λιθ. 192: [[ὡσαύτως]] [[γαλακτίτης]]. | |lstext='''ἀνακτίτης''': ὁ, [[πολύτιμος]] τις [[λίθος]], Ὀρφ. Λιθ. 192: [[ὡσαύτως]] [[γαλακτίτης]]. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ου, ὁ posible corrupción por [[ἀναγκίτης]] q.u., n. de la piedra [[galactita]] τόν ῥα παλαιγενέες μὲν ἀνακτίτην ἀδάμαντα κλεῖον Orph.<i>L</i>.194, v. [[ἀναγκίτης]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:12, 21 August 2017
English (LSJ)
ου, ὁ, a precious stone, Orph.L.194.
German (Pape)
[Seite 194] ὁ, ein Edelstein, Orph. Lith. 192, sonst γαλακτίτης genannt.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνακτίτης: ὁ, πολύτιμος τις λίθος, Ὀρφ. Λιθ. 192: ὡσαύτως γαλακτίτης.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ posible corrupción por ἀναγκίτης q.u., n. de la piedra galactita τόν ῥα παλαιγενέες μὲν ἀνακτίτην ἀδάμαντα κλεῖον Orph.L.194, v. ἀναγκίτης.