ἀναρίστητος: Difference between revisions
From LSJ
(6_18) |
(big3_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀνᾱρίστητος''': -ον, ὁ μὴ προγευματίσας, ἀπρογευμάτιστος, [[ἀναρίστητος]] ὢν κοὐδὲν βεβρωκώς, [[ἀλλά]] γὰρ στέφανον ἔχων Εὔπολ. ἐν «Βάπταις» 3, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 391, κτλ. | |lstext='''ἀνᾱρίστητος''': -ον, ὁ μὴ προγευματίσας, ἀπρογευμάτιστος, [[ἀναρίστητος]] ὢν κοὐδὲν βεβρωκώς, [[ἀλλά]] γὰρ στέφανον ἔχων Εὔπολ. ἐν «Βάπταις» 3, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 391, κτλ. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=(ἀνᾱρίστητος) -ον<br />[[que no ha almorzado]] Eup.68, Ar.<i>Fr</i>.454, Gal.15.562. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:12, 21 August 2017
English (LSJ)
ον,
A not having breakfasted, Eup.68, Ar.Fr.454, Gal.15.562.
German (Pape)
[Seite 205] der nochnicht gefrühstückt hat, nüchtern, Antiphan. u. Timocl. com. bei Suid.; Eupol. bei Ath. II, 47 d.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνᾱρίστητος: -ον, ὁ μὴ προγευματίσας, ἀπρογευμάτιστος, ἀναρίστητος ὢν κοὐδὲν βεβρωκώς, ἀλλά γὰρ στέφανον ἔχων Εὔπολ. ἐν «Βάπταις» 3, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 391, κτλ.
Spanish (DGE)
(ἀνᾱρίστητος) -ον
que no ha almorzado Eup.68, Ar.Fr.454, Gal.15.562.