ἀνέγρομαι: Difference between revisions
From LSJ
Βίος βίου δεόμενος οὐκ ἔστιν βίος → Non est vitalis vita victus indigens → Kein Leben ist ein Leben ohne Unterhalt
(6_14) |
(big3_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀνέγρομαι''': μεταγεν. ποιητ. [[τύπος]] ἀντὶ τοῦ ἀνεγείρομαι. σχηματισθεὶς ἐκ τοῦ ἀορ. ἀνηγρόμην, Ὀππ. Ἁλ. 2. 204, Κόϊντ Σμ. 5. 610. | |lstext='''ἀνέγρομαι''': μεταγεν. ποιητ. [[τύπος]] ἀντὶ τοῦ ἀνεγείρομαι. σχηματισθεὶς ἐκ τοῦ ἀορ. ἀνηγρόμην, Ὀππ. Ἁλ. 2. 204, Κόϊντ Σμ. 5. 610. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=[[despertarse]] νυκτὶ δὲ μοῦνον ἀνέγρεται ἠδ' ἀλάληται Opp.<i>H</i>.2.204, νεκρὸς δ' οὔ τι γόοισιν ἀνέγρεται Q.S.5.610, εἰς φῶς πολὺ ... ἀ. Plu.2.764e, cf. 2.75e, Luc.<i>DMar</i>.14.2. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:13, 21 August 2017
English (LSJ)
late poet. form for ἀνεγείρομαι, formed from the aor. ἀνηγρόμην, Opp.H.2.204, Q.S.5.610.
German (Pape)
[Seite 220] erwachen, praes., Opp. Hal. 2, 204; Qu. Sm. 5, 610.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνέγρομαι: μεταγεν. ποιητ. τύπος ἀντὶ τοῦ ἀνεγείρομαι. σχηματισθεὶς ἐκ τοῦ ἀορ. ἀνηγρόμην, Ὀππ. Ἁλ. 2. 204, Κόϊντ Σμ. 5. 610.
Spanish (DGE)
despertarse νυκτὶ δὲ μοῦνον ἀνέγρεται ἠδ' ἀλάληται Opp.H.2.204, νεκρὸς δ' οὔ τι γόοισιν ἀνέγρεται Q.S.5.610, εἰς φῶς πολὺ ... ἀ. Plu.2.764e, cf. 2.75e, Luc.DMar.14.2.