ἀνθρωποφθόρος: Difference between revisions
From LSJ
οὐκ ἔστ' ἀλώπηξ ἡ μὲν εἴρων τῇ φύσει ἡ δ' αὐθέκαστος → foxes are not one of a treacherous nature and the other straightforward, the nature of foxes is not for one to be treacherous and the other straightforward
(6_15) |
(big3_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀνθρωποφθόρος''': -ον, ([[φθείρω]]) ὁ φθείρων, δηλ. ὁ καταστρέφων ἀνθρώπους, πρὸς ἐξήγησιν τοῦ [[βροτολοιγός]], Σχόλ. εἰς Ἰλ. Ε. 31. | |lstext='''ἀνθρωποφθόρος''': -ον, ([[φθείρω]]) ὁ φθείρων, δηλ. ὁ καταστρέφων ἀνθρώπους, πρὸς ἐξήγησιν τοῦ [[βροτολοιγός]], Σχόλ. εἰς Ἰλ. Ε. 31. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον<br />[[destructor de hombres]] epít. de Ares, glos. a [[βροτολοιγός]] <i>EM</i> 214.57G., Hsch.s.u. βροτολοιγέ. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:13, 21 August 2017
English (LSJ)
ον,
A destroying men, gloss on βροτολοιγός, Sch.Il.5.31.
German (Pape)
[Seite 235] Menschen verderbend, Sp., Hesych. auch φθορεύς.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνθρωποφθόρος: -ον, (φθείρω) ὁ φθείρων, δηλ. ὁ καταστρέφων ἀνθρώπους, πρὸς ἐξήγησιν τοῦ βροτολοιγός, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Ε. 31.
Spanish (DGE)
-ον
destructor de hombres epít. de Ares, glos. a βροτολοιγός EM 214.57G., Hsch.s.u. βροτολοιγέ.