ἀντιπερίσπασμα: Difference between revisions

From LSJ

Ῥᾷον παραινεῖν ἢ παθόντα καρτερεῖν → Patientiam suadere facile, non pati → Es spricht sich leichter zu, als stark zu sein im Leid

Menander, Monostichoi, 471
(6_22)
(big3_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀντιπερίσπασμα''': τό, ὡς στρατιωτικὸς ὅρος, τὸ ἀντιπερισπᾶν, [[ἀντιπερισπασμός]], [[ἀντιπερίσπασμα]] ποιεῖν τινι Πολύβ. 3. 106, 6.
|lstext='''ἀντιπερίσπασμα''': τό, ὡς στρατιωτικὸς ὅρος, τὸ ἀντιπερισπᾶν, [[ἀντιπερισπασμός]], [[ἀντιπερίσπασμα]] ποιεῖν τινι Πολύβ. 3. 106, 6.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ματος, τό<br />[[distracción]] como término milit. ποιεῖν [[ἀντιπερίσπασμα]] τοῖς Κελτοῖς Plb.3.106.6.
}}
}}

Revision as of 12:14, 21 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντιπερίσπασμα Medium diacritics: ἀντιπερίσπασμα Low diacritics: αντιπερίσπασμα Capitals: ΑΝΤΙΠΕΡΙΣΠΑΣΜΑ
Transliteration A: antiperíspasma Transliteration B: antiperispasma Transliteration C: antiperispasma Beta Code: a)ntiperi/spasma

English (LSJ)

ατος, τό, as military term,

   A diversion, ἀ. ποιεῖν τινί Plb.3.106.6.

German (Pape)

[Seite 258] τό, das Abziehen vom Ziele, ποιεῖν τινι, dem Feinde eine Diversion machen, Pol. 3, 106.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντιπερίσπασμα: τό, ὡς στρατιωτικὸς ὅρος, τὸ ἀντιπερισπᾶν, ἀντιπερισπασμός, ἀντιπερίσπασμα ποιεῖν τινι Πολύβ. 3. 106, 6.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
distracción como término milit. ποιεῖν ἀντιπερίσπασμα τοῖς Κελτοῖς Plb.3.106.6.