ἀπερικάθαρτος: Difference between revisions
From LSJ
Ἡ δ' ἁρπαγὴ μέγιστον ἀνθρώποις κακόν → Vitiorum hominibus pessimum est rapacitas → Der Menschen schlimmstes Laster ist die Gier nach Raub
(6_18) |
(big3_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀπερικάθαρτος''': -ον, ὁ μὴ κεκαθαρμένος, [[ἀκάθαρτος]], Ἑβδ. (Λευϊτ. ιθ΄, 23). | |lstext='''ἀπερικάθαρτος''': -ον, ὁ μὴ κεκαθαρμένος, [[ἀκάθαρτος]], Ἑβδ. (Λευϊτ. ιθ΄, 23). | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον<br />[[no purificado]], [[impuro]] ὁ καρπός LXX <i>Le</i>.19.23, cf. Ph.1.346, ὁ δὲ ἀ. ἑαυτὸν περιιδών Origenes <i>Princ</i>.3.1.21, cf. Cyr.Al.M.70.1104B. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:15, 21 August 2017
English (LSJ)
[κᾰ], ον,
A unpurified, impure, LXX Le.19.23, Ph.1.346.
German (Pape)
[Seite 287] nicht ringsum gereinigt, LXX.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπερικάθαρτος: -ον, ὁ μὴ κεκαθαρμένος, ἀκάθαρτος, Ἑβδ. (Λευϊτ. ιθ΄, 23).
Spanish (DGE)
-ον
no purificado, impuro ὁ καρπός LXX Le.19.23, cf. Ph.1.346, ὁ δὲ ἀ. ἑαυτὸν περιιδών Origenes Princ.3.1.21, cf. Cyr.Al.M.70.1104B.