ἀποτυχίζω: Difference between revisions

From LSJ

Ἡ δὲ παράκαιρος ἡδονὴ τίκτει βλάβην → Tempestiva aliqua ni voluptas sit, nocet → Die Lust zur falschen Zeit gebiert nur Schadensfrust

Menander, Monostichoi, 217
(6_4)
(big3_6)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀποτυχίζω''': «ἀποτυχισθείς· ἀποτιλθείς· καὶ τὸ ἀποτυχισθὲν ἐπὶ τοῦ ἀποπελεκῆσαι τὸν λίθον, ἀπὸ τῶν τύχων, ἔστι δὲ λιθοξοϊκὸν [[σιδήριον]]» Ἡσύχ.
|lstext='''ἀποτυχίζω''': «ἀποτυχισθείς· ἀποτιλθείς· καὶ τὸ ἀποτυχισθὲν ἐπὶ τοῦ ἀποπελεκῆσαι τὸν λίθον, ἀπὸ τῶν τύχων, ἔστι δὲ λιθοξοϊκὸν [[σιδήριον]]» Ἡσύχ.
}}
{{DGE
|dgtxt=[[tallar]], [[pulir]] Paus.Gr.α 137, Hsch.s.u. ἀποτυχισθείς.
}}
}}

Revision as of 12:16, 21 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποτῠχίζω Medium diacritics: ἀποτυχίζω Low diacritics: αποτυχίζω Capitals: ΑΠΟΤΥΧΙΖΩ
Transliteration A: apotychízō Transliteration B: apotychizō Transliteration C: apotychizo Beta Code: a)potuxi/zw

English (LSJ)

(τύχος,

   A = τύκος) = ἀποπελεκάω, Paus.Gr.Fr. 62:—Pass., Hsch.

German (Pape)

[Seite 333] behauen, einen Stein; Hesych. auch ἀποτυκίζω.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποτυχίζω: «ἀποτυχισθείς· ἀποτιλθείς· καὶ τὸ ἀποτυχισθὲν ἐπὶ τοῦ ἀποπελεκῆσαι τὸν λίθον, ἀπὸ τῶν τύχων, ἔστι δὲ λιθοξοϊκὸν σιδήριον» Ἡσύχ.

Spanish (DGE)

tallar, pulir Paus.Gr.α 137, Hsch.s.u. ἀποτυχισθείς.