ἀποσταλάζω: Difference between revisions

From LSJ

οὗ δ' ἂν Ἔρως μὴ ἐφάψηται, σκοτεινός → he on whom Love has laid no hold is obscure | he whom Love touches not walks in darkness

Source
(6_13b)
(big3_6)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀποσταλάζω''': μέλλ. -άξω, = [[ἀποστάζω]] Ι., [[καθαρίζω]] τι δι᾿ ἀποστάξεως· μεταφ. ἐξαγνίζω, τὴν ψυχὴν Συνέσ. 55Β. ΙΙ. ἀμετ. Λουκ. Ἔρωτ. 45· μετ᾿ αἰτ. συστοιχ. Ἑβδ. (Ἰωὴλ γ΄, 18).
|lstext='''ἀποσταλάζω''': μέλλ. -άξω, = [[ἀποστάζω]] Ι., [[καθαρίζω]] τι δι᾿ ἀποστάξεως· μεταφ. ἐξαγνίζω, τὴν ψυχὴν Συνέσ. 55Β. ΙΙ. ἀμετ. Λουκ. Ἔρωτ. 45· μετ᾿ αἰτ. συστοιχ. Ἑβδ. (Ἰωὴλ γ΄, 18).
}}
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">1</b> tr. [[destilar]] ἀποσταλάξει τὰ ὄρη γλυκασμόν LXX <i>Am</i>.9.13, LXX <i>Il</i>.4.18.<br /><b class="num">2</b> intr. [[gotear de]] οἱ τῶν ἐναγωνίων πόνων ἀποσταλάζοντες ἱδρῶτες Luc.<i>Am</i>.45.
}}
}}

Revision as of 12:16, 21 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποσταλάζω Medium diacritics: ἀποσταλάζω Low diacritics: αποσταλάζω Capitals: ΑΠΟΣΤΑΛΑΖΩ
Transliteration A: apostalázō Transliteration B: apostalazō Transliteration C: apostalazo Beta Code: a)postala/zw

English (LSJ)

   A = ἀποστάζω Il, luc.Am.45: c.acc., ἀποσταλάξει τὰ ὄρη γλυκασμόν LXX Jl.3(4).18 ( = Am.9.13).

German (Pape)

[Seite 326] (s. σταλάζω), = ἀποστάζω, Luc. amor. 45; Synes.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποσταλάζω: μέλλ. -άξω, = ἀποστάζω Ι., καθαρίζω τι δι᾿ ἀποστάξεως· μεταφ. ἐξαγνίζω, τὴν ψυχὴν Συνέσ. 55Β. ΙΙ. ἀμετ. Λουκ. Ἔρωτ. 45· μετ᾿ αἰτ. συστοιχ. Ἑβδ. (Ἰωὴλ γ΄, 18).

Spanish (DGE)

1 tr. destilar ἀποσταλάξει τὰ ὄρη γλυκασμόν LXX Am.9.13, LXX Il.4.18.
2 intr. gotear de οἱ τῶν ἐναγωνίων πόνων ἀποσταλάζοντες ἱδρῶτες Luc.Am.45.