ἀριστητής: Difference between revisions
From LSJ
Ὕπνος δὲ πάσης ἐστὶν ὑγίεια νόσου → Sopor est hominibus ipsa vitae sanitas → Genesung bringt von jeder Krankheit tiefer Schlaf
(6_19) |
(big3_6) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀριστητής''': -οῦ, ὁ, ([[ἀριστάω]]) ὁ [[πολλάκις]] ἀριστῶν, [[πολυφάγος]], πότερον φιλοπόται καὶ ἀριστηταὶ καὶ ἀταλαίπωροι Ἱππ. π. Ἀέρ. 280, 53. (Ἔκδ. Κοραῆ μικρὰ σ. 4. V). | |lstext='''ἀριστητής''': -οῦ, ὁ, ([[ἀριστάω]]) ὁ [[πολλάκις]] ἀριστῶν, [[πολυφάγος]], πότερον φιλοπόται καὶ ἀριστηταὶ καὶ ἀταλαίπωροι Ἱππ. π. Ἀέρ. 280, 53. (Ἔκδ. Κοραῆ μικρὰ σ. 4. V). | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-οῦ, ὁ<br /><b class="num">1</b> [[glotón]], [[comilón]] Hp.<i>Aër</i>.1.<br /><b class="num">2</b> [[comensal]] Rom.Mel.38.ιβʹ.6. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:17, 21 August 2017
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A one who breakfasts, i.e. takes more than one full meal in the day, Hp.Aër.1.
German (Pape)
[Seite 352] ὁ, der Frühstückende, neben φιλοπότης, also der Esser, Hippocr. Davon
Greek (Liddell-Scott)
ἀριστητής: -οῦ, ὁ, (ἀριστάω) ὁ πολλάκις ἀριστῶν, πολυφάγος, πότερον φιλοπόται καὶ ἀριστηταὶ καὶ ἀταλαίπωροι Ἱππ. π. Ἀέρ. 280, 53. (Ἔκδ. Κοραῆ μικρὰ σ. 4. V).
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
1 glotón, comilón Hp.Aër.1.
2 comensal Rom.Mel.38.ιβʹ.6.