comilón
From LSJ
Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch
Spanish > Greek
βορός, βουφάγος, γάστρις, γάστρων, γάστωρ, γαστερόπληξ, γαστρίμαργος, γαστροβόρος, γλίσχρων, δουλογάστριος, ἀδηφάγος, ἀριστητής, ἀριστητικός, ἐδώς, ἐνθεσίδουλος, ἐνθεσίψωμος