ἀσέλγημα: Difference between revisions
From LSJ
εἰπὼν ἃ θέλεις, ἀντάκουε ἃ μὴ θέλεις → if you say what you want, hear in response what you don't want
(6_21) |
(big3_7) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀσέλγημα''': τό, ἀσελγὴς [[πρᾶξις]], [[ὕβρις]], [[ὑπὲρ]] τῶν εἰς τοὺς περὶ τὸν Αὐρήλιον γενομένων ἀσελγημάτων Πολύβ. 38, 2. 2, (ἀλλ’ [[ἴσως]] διορθωτέον ἀλογημάτων), Κ. Μανασσ. 1209, πρβλ. Σουΐδ. ἐν λέξει Ἀστυάνασσα. | |lstext='''ἀσέλγημα''': τό, ἀσελγὴς [[πρᾶξις]], [[ὕβρις]], [[ὑπὲρ]] τῶν εἰς τοὺς περὶ τὸν Αὐρήλιον γενομένων ἀσελγημάτων Πολύβ. 38, 2. 2, (ἀλλ’ [[ἴσως]] διορθωτέον ἀλογημάτων), Κ. Μανασσ. 1209, πρβλ. Σουΐδ. ἐν λέξει Ἀστυάνασσα. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ματος, τό<br />plu. [[actos licenciosos]] op. ἀσεβήματα Plu.<i>Fr</i>.85, de las relaciones sexuales, Sud.s.u. [[Ἀστυάνασσα]]<br /><b class="num">•</b>[[palabras groseras]], [[procacidades]] πολλὰ ἀσελγήματα λέγων <i>POxy</i>.903.21 (IV d.C.). | |||
}} | }} |
Revision as of 12:18, 21 August 2017
English (LSJ)
ατος, τό,
A licentious act, prob. in Plb.38.2.2, cf. Plu. in Hes.64, Suid. s.v. ἀστυάνασσα; vulgar abuse, in pl., POxy.903.21 (iv A. D.).
German (Pape)
[Seite 369] τό, Frevel, εἴς τινα Pol. 38, 2. 2.
Greek (Liddell-Scott)
ἀσέλγημα: τό, ἀσελγὴς πρᾶξις, ὕβρις, ὑπὲρ τῶν εἰς τοὺς περὶ τὸν Αὐρήλιον γενομένων ἀσελγημάτων Πολύβ. 38, 2. 2, (ἀλλ’ ἴσως διορθωτέον ἀλογημάτων), Κ. Μανασσ. 1209, πρβλ. Σουΐδ. ἐν λέξει Ἀστυάνασσα.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
plu. actos licenciosos op. ἀσεβήματα Plu.Fr.85, de las relaciones sexuales, Sud.s.u. Ἀστυάνασσα
•palabras groseras, procacidades πολλὰ ἀσελγήματα λέγων POxy.903.21 (IV d.C.).