ἀσυγκαταθετέω: Difference between revisions

From LSJ

Καλῶς ἀκούειν μᾶλλον ἢ πλουτεῖν θέλε → Opulentiae antepone rumorem bonum → Erstrebe anstatt Reichtum lieber guten Ruf

Menander, Monostichoi, 285
(6_5)
(big3_7)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀσυγκαταθετέω''': δὲν συγκατατίθεμαι, τὸ ἀσυγκαταθετεῖν οὐδὲν ἕτερον ἐστιν ἣ τὸ ἐπέχειν Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 7. 157.
|lstext='''ἀσυγκαταθετέω''': δὲν συγκατατίθεμαι, τὸ ἀσυγκαταθετεῖν οὐδὲν ἕτερον ἐστιν ἣ τὸ ἐπέχειν Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 7. 157.
}}
{{DGE
|dgtxt=[[no consentir]] τὸ δὲ ἀσυγκαταθετεῖν οὐδὲν ἕτερόν ἐστιν ἢ τὸ ἐπέχειν S.E.<i>M</i>.7.157.
}}
}}

Revision as of 12:18, 21 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀσυγκαταθετέω Medium diacritics: ἀσυγκαταθετέω Low diacritics: ασυγκαταθετέω Capitals: ΑΣΥΓΚΑΤΑΘΕΤΕΩ
Transliteration A: asynkatathetéō Transliteration B: asynkatatheteō Transliteration C: asygkatatheteo Beta Code: a)sugkataqete/w

English (LSJ)

   A withhold one's assent, S.E.M.7.157.

German (Pape)

[Seite 379] nicht beistimmen, Sext. Emp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀσυγκαταθετέω: δὲν συγκατατίθεμαι, τὸ ἀσυγκαταθετεῖν οὐδὲν ἕτερον ἐστιν ἣ τὸ ἐπέχειν Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 7. 157.

Spanish (DGE)

no consentir τὸ δὲ ἀσυγκαταθετεῖν οὐδὲν ἕτερόν ἐστιν ἢ τὸ ἐπέχειν S.E.M.7.157.