ἀσυντελής: Difference between revisions
Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau
(6_7) |
(big3_7) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀσυντελής''': -ές, ὁ μὴ συντελῶν εἰς [[τίποτε]], [[ἄχρηστος]], Θεμίστ. 352C, Συνέσ. ― Ἐπίρρ., ἀσυντελῶς ἔχειν [[πρός]] τινας Σχόλ. εἰς Πινδ. Ο. 3. 81. ΙΙ. = [[ἀσυντέλεστος]], ἀσυντελὴς [[βίος]] Μ. Ἀντων. 3. 8. | |lstext='''ἀσυντελής''': -ές, ὁ μὴ συντελῶν εἰς [[τίποτε]], [[ἄχρηστος]], Θεμίστ. 352C, Συνέσ. ― Ἐπίρρ., ἀσυντελῶς ἔχειν [[πρός]] τινας Σχόλ. εἰς Πινδ. Ο. 3. 81. ΙΙ. = [[ἀσυντέλεστος]], ἀσυντελὴς [[βίος]] Μ. Ἀντων. 3. 8. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ές<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[incompleto]], [[βίος]] M.Ant.3.8.<br /><b class="num">2</b> [[que no contribuye en nada]], [[inútil]] ἀ. τοῖς κοινοῖς ... φιλοσοφία Them.<i>Or</i>.31.352c, cf. Hsch.<br /><b class="num">3</b> [[inmune a]], [[exento de]] c. gen. οὐδὲ τὰ ἄλογα ἀσυντελῆ τῆς τιμωρίας Basil.M.31.312B.<br /><b class="num">4</b> ἀσυντελές· ἐκτὸς τοῦ τεταγμένου Hsch.<br /><b class="num">II</b> adv. -ῶς [[inútilmente]] πρὸς ... τὰς ἄλλας ... ἔχει ἀ. Sch.Pi.<i>O</i>.3.81c. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:18, 21 August 2017
English (LSJ)
ές,
A not contributing, useless, τοῖς κοινοῖς Them.Or.31.352c; πρός τι Hippiatr.Praef.2. Adv. ἀσυντελῶς, ἔχειν πρός τινας Sch.Pi.O.3.81. II = ἀσυντέλεστος, βίος M.Ant.3.8.
German (Pape)
[Seite 381] ές, 1) frei von Abgaben? übh. nichts b eitragend, nichts helfend, Synes. – 2) unvollkommen, Anton. 3, 8 βίος.
Greek (Liddell-Scott)
ἀσυντελής: -ές, ὁ μὴ συντελῶν εἰς τίποτε, ἄχρηστος, Θεμίστ. 352C, Συνέσ. ― Ἐπίρρ., ἀσυντελῶς ἔχειν πρός τινας Σχόλ. εἰς Πινδ. Ο. 3. 81. ΙΙ. = ἀσυντέλεστος, ἀσυντελὴς βίος Μ. Ἀντων. 3. 8.
Spanish (DGE)
-ές
I 1incompleto, βίος M.Ant.3.8.
2 que no contribuye en nada, inútil ἀ. τοῖς κοινοῖς ... φιλοσοφία Them.Or.31.352c, cf. Hsch.
3 inmune a, exento de c. gen. οὐδὲ τὰ ἄλογα ἀσυντελῆ τῆς τιμωρίας Basil.M.31.312B.
4 ἀσυντελές· ἐκτὸς τοῦ τεταγμένου Hsch.
II adv. -ῶς inútilmente πρὸς ... τὰς ἄλλας ... ἔχει ἀ. Sch.Pi.O.3.81c.