αὔγασμα: Difference between revisions
From LSJ
Menander, Monostichoi, 483
(6_21) |
(big3_7) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''αὔγασμα''': τό, [[ἐξάνθημα]] λευκὸν στίλβον, ἐὰν γένηται ἐν δέρματι τῆς σαρκὸς [[αὐτοῦ]] αὐγάσματα αὐγάζοντα, λευκανθίζοντα Ἑβδ. (Λευ. ιγ΄, 38), [[λάμψις]], [[στιλπνότης]], Σειρὰχ μγ΄, 13, Συλλ. Ἐπιγρ. 8686. | |lstext='''αὔγασμα''': τό, [[ἐξάνθημα]] λευκὸν στίλβον, ἐὰν γένηται ἐν δέρματι τῆς σαρκὸς [[αὐτοῦ]] αὐγάσματα αὐγάζοντα, λευκανθίζοντα Ἑβδ. (Λευ. ιγ΄, 38), [[λάμψις]], [[στιλπνότης]], Σειρὰχ μγ΄, 13, Συλλ. Ἐπιγρ. 8686. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ματος, τό<br />[[mancha descolorida]] ἐὰν γένηται ἐν δέρματι ... αὐγάσματα αὐγάζοντα LXX <i>Le</i>.13.38. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:18, 21 August 2017
English (LSJ)
ατος, τό,
A brightness, whiteness, LXXLe.13.38.
German (Pape)
[Seite 391] τό, Erleuchtung, Glanz, LXX.
Greek (Liddell-Scott)
αὔγασμα: τό, ἐξάνθημα λευκὸν στίλβον, ἐὰν γένηται ἐν δέρματι τῆς σαρκὸς αὐτοῦ αὐγάσματα αὐγάζοντα, λευκανθίζοντα Ἑβδ. (Λευ. ιγ΄, 38), λάμψις, στιλπνότης, Σειρὰχ μγ΄, 13, Συλλ. Ἐπιγρ. 8686.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
mancha descolorida ἐὰν γένηται ἐν δέρματι ... αὐγάσματα αὐγάζοντα LXX Le.13.38.