αὐτενέργητος: Difference between revisions

From LSJ

οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters

Source
(6_17)
(big3_7)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''αὐτενέργητος''': -ον, ἢ αὐτοενέργητος, ὁ ἀφ᾿ [[ἑαυτοῦ]] ἐνεργῶν, Πρόκλ. εἰς Πλάτ. Ἀλκ. σ. 18· ― «τὸ σημαῖνον ἐνέργειαν αὐτενέργητον καλεῖται· τὸ δὲ [[πάθος]] αὐτοπαθές» Γραμματ.
|lstext='''αὐτενέργητος''': -ον, ἢ αὐτοενέργητος, ὁ ἀφ᾿ [[ἑαυτοῦ]] ἐνεργῶν, Πρόκλ. εἰς Πλάτ. Ἀλκ. σ. 18· ― «τὸ σημαῖνον ἐνέργειαν αὐτενέργητον καλεῖται· τὸ δὲ [[πάθος]] αὐτοπαθές» Γραμματ.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> [[αὐτοενέργητος]] Procl.<i>in Alc</i>.18<br />[[que actúa por sí mismo]], [[espontáneo]], [[ἐνέργεια]] Iambl.<i>Myst</i>.4.3, ζωή Procl.l.c., Procl.<i>Theol.Plat</i>.6.22, ἰδιότης Procl.<i>in Alc</i>.279, τὸ αὐθυπόστατον Procl.<i>in Prm</i>.785.
}}
}}

Revision as of 12:18, 21 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αὐτενέργητος Medium diacritics: αὐτενέργητος Low diacritics: αυτενέργητος Capitals: ΑΥΤΕΝΕΡΓΗΤΟΣ
Transliteration A: autenérgētos Transliteration B: autenergētos Transliteration C: aftenergitos Beta Code: au)tene/rghtos

English (LSJ)

or αὐτοεν-, ον,

   A spontaneous, ζωή Procl. in Prm.p.611S. (αὐτ-), in Alc.p.18C. (αὐτο-), Theol.Plat.6.22, Iamb. Myst.4.3.

Greek (Liddell-Scott)

αὐτενέργητος: -ον, ἢ αὐτοενέργητος, ὁ ἀφ᾿ ἑαυτοῦ ἐνεργῶν, Πρόκλ. εἰς Πλάτ. Ἀλκ. σ. 18· ― «τὸ σημαῖνον ἐνέργειαν αὐτενέργητον καλεῖται· τὸ δὲ πάθος αὐτοπαθές» Γραμματ.

Spanish (DGE)

-ον

• Alolema(s): αὐτοενέργητος Procl.in Alc.18
que actúa por sí mismo, espontáneo, ἐνέργεια Iambl.Myst.4.3, ζωή Procl.l.c., Procl.Theol.Plat.6.22, ἰδιότης Procl.in Alc.279, τὸ αὐθυπόστατον Procl.in Prm.785.