βαθυλείμων: Difference between revisions

From LSJ

καὶ οἱ ἀμαθέστατοι τῶν ἰατρῶν τὸ αὐτὸ σοὶ ποιοῦσιν, ἐλεφαντίνους νάρθηκας καὶ σικύας ἀργυρᾶς ποιούμενοι καὶ σμίλας χρυσοκολλήτους: ὁπόταν δὲ καὶ χρήσασθαι τούτοις δέῃ, οἱ μὲν οὐδὲ ὅπως χρὴ μεταχειρίσασθαι αὐτὰ ἴσασιν → the most ignorant of doctors do the same as you, getting themselves ivory containers, silver cupping instruments, and gold-inlaid scalpels; but when it's time to use those things, they haven't the slightest notion of how to handle them

Source
(SL_1)
(big3_8)
Line 18: Line 18:
{{Slater
{{Slater
|sltr=<b>βᾰθῠλείμων</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> in [[deep]] meadows i. e. [[deep]] in the meadows. ἔθηκε καὶ [[βαθυλείμων]] ὑπὸ Κίρρας πετρᾶν ἀγὼν κρατησίποδα Φρικίαν (Hartung: βαθυλείμωνα πέτραν codd.) (P. 10.15)
|sltr=<b>βᾰθῠλείμων</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> in [[deep]] meadows i. e. [[deep]] in the meadows. ἔθηκε καὶ [[βαθυλείμων]] ὑπὸ Κίρρας πετρᾶν ἀγὼν κρατησίποδα Φρικίαν (Hartung: βαθυλείμωνα πέτραν codd.) (P. 10.15)
}}
{{DGE
|dgtxt=(βᾰθῠλείμων) -ον [[celebrado en espesa pradera]] ἀγών Pi.<i>P</i>.10.15.
}}
}}

Revision as of 12:19, 21 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βᾰθῠλείμων Medium diacritics: βαθυλείμων Low diacritics: βαθυλείμων Capitals: ΒΑΘΥΛΕΙΜΩΝ
Transliteration A: bathyleímōn Transliteration B: bathyleimōn Transliteration C: vathyleimon Beta Code: baqulei/mwn

English (LSJ)

ον, gen. ονος,

   A surrounded by rich meadows, πέτρα β., i.e. Cirrha, where the land was forbidden to be ploughed, Pi.P.10.15.

German (Pape)

[Seite 424] ονος, mit tiefen, üppigen Wiesen, πέτρα Pind. P. 10. 15.

Greek (Liddell-Scott)

βᾰθῠλείμων: -ον, γεν. -ωνος, ἔχων ἢ περικυκλούμενος ὑπὸ πλουσίων λειμώνων, πέτρα βαθ., ἡ Κίρρα, ἔνθαχώρα ἦτο ἱερὰ καὶ οὐδεὶς ἠδύνατο νὰ καλλιεργήσῃ αὐτήν· πρβλ. τοῦ Tennyson deep meadow'd" Πινδ. Π. 10.23.

English (Slater)

βᾰθῠλείμων
   1 in deep meadows i. e. deep in the meadows. ἔθηκε καὶ βαθυλείμων ὑπὸ Κίρρας πετρᾶν ἀγὼν κρατησίποδα Φρικίαν (Hartung: βαθυλείμωνα πέτραν codd.) (P. 10.15)

Spanish (DGE)

(βᾰθῠλείμων) -ον celebrado en espesa pradera ἀγών Pi.P.10.15.