γόμφωσις: Difference between revisions
From LSJ
Μὴ σπεῦδ', ἃ μὴ δεῖ, μηδ', ἃ δεῖ, σπεύδειν μένε → Ne agas celeria tarde, aut tarda celeriter → Unnötiges tu nicht, was nötig ist, tu gleich
(6_8) |
(big3_10) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''γόμφωσις''': -εως, ἡ, [[σύμπηξις]], συναρμογὴ διὰ γόμφων, Σχόλ. εἰς Θεόκρ. 7. 105. ΙΙ. [[τρόπος]] ἀρθρώσεως, Γαλην. 2. 738. | |lstext='''γόμφωσις''': -εως, ἡ, [[σύμπηξις]], συναρμογὴ διὰ γόμφων, Σχόλ. εἰς Θεόκρ. 7. 105. ΙΙ. [[τρόπος]] ἀρθρώσεως, Γαλην. 2. 738. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-εως, ἡ<br /><b class="num">1</b> [[ensambladura]] χρίουσι δὲ αὐτῇ τὰς τῶν σανίδων γομφώσεις Sch.Theoc.7.105.<br /><b class="num">2</b> anat. [[gónfosis]] un tipo de articulación ἡ δὲ [[γόμφωσις]] συνάρθρωσίς ἐστι κατ' ἔμπηξιν Gal.2.738<br /><b class="num">•</b>del cuerpo [[armazón]] τῆς γομφώσεως καὶ πήξεως διαλυομένης Eun.<i>VS</i> 474. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:22, 21 August 2017
English (LSJ)
εως, ἡ,
A bolting together, Sch. Theoc.7.105. II a mode of articulation, Gal.2.738. 2 framework of the body, Eun.VSp.474B.
German (Pape)
[Seite 501] ἡ, das Verbinden durch γόμφοι, Schol. Theocr. 7, 105; vom Knochenverband, Galen.
Greek (Liddell-Scott)
γόμφωσις: -εως, ἡ, σύμπηξις, συναρμογὴ διὰ γόμφων, Σχόλ. εἰς Θεόκρ. 7. 105. ΙΙ. τρόπος ἀρθρώσεως, Γαλην. 2. 738.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
1 ensambladura χρίουσι δὲ αὐτῇ τὰς τῶν σανίδων γομφώσεις Sch.Theoc.7.105.
2 anat. gónfosis un tipo de articulación ἡ δὲ γόμφωσις συνάρθρωσίς ἐστι κατ' ἔμπηξιν Gal.2.738
•del cuerpo armazón τῆς γομφώσεως καὶ πήξεως διαλυομένης Eun.VS 474.