δασύτης: Difference between revisions
Δαίμων ἐμαυτῷ γέγονα γήμας πλουσίαν → Malus sum mihimet ipse Genius, ducta divite → Ich stürzt' mich selbst ins Unglück durch die reiche Frau
(6_12) |
(big3_10) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δασύτης''': -ητος, ἡ, [[τραχύτης]], τὸ ἔχειν τρίχας, Ἀριστ. Φυσιογν. 2, 7· κατὰ πληθ., Διόδ. 3. 35 ΙΙ. [[τραχύτης]], [[δασύτης]] ἐν τῇ προφορᾷ γραμμάτων, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ [[ψιλότης]], Ἀριστ. Ποιητ. 20. 4, πρβλ. Πολύβ. 10. 47, 10. | |lstext='''δασύτης''': -ητος, ἡ, [[τραχύτης]], τὸ ἔχειν τρίχας, Ἀριστ. Φυσιογν. 2, 7· κατὰ πληθ., Διόδ. 3. 35 ΙΙ. [[τραχύτης]], [[δασύτης]] ἐν τῇ προφορᾷ γραμμάτων, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ [[ψιλότης]], Ἀριστ. Ποιητ. 20. 4, πρβλ. Πολύβ. 10. 47, 10. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ητος, ἡ<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[vellosidad]], [[pelaje]] ref. a anim., a su cola op. ψιλότης Arist.<i>HA</i> 499<sup>a</sup>11, a la piel de los conejos, D.Chr.35.12, a esfinges, D.S.3.35<br /><b class="num">•</b>ref. a pers. ἡ δὲ δ. ἡ περὶ τὴν κοιλίαν λαλιὰν σημαίνει Arist.<i>Phgn</i>.806<sup>b</sup>18, a Esaú, I.<i>AI</i> 1.270, τοῦ Ἡρακλέους τὴν πυγὴν μέλαιναν ἐκ τῆς τῶν τριχῶν δασύτητος Ps.Nonn.<i>Comm.in Or</i>.4.39.<br /><b class="num">2</b> [[frondosidad]] τῆς γῆς Corn.<i>ND</i> 27, de un bosque, fig. ref. a la filosofía, Gr.Thaum.<i>Pan.Or</i>.14.52.<br /><b class="num">II</b> gram. [[aspiración]] de un fonema, op. ψιλότης Arist.<i>Po</i>.1456<sup>b</sup>32, Plb.10.47.10, D.H.<i>Comp</i>.14.23, Plu.2.1009e, Sch.Er.<i>Il</i>.13.543a<br /><b class="num">•</b>[[aspereza]] del sonido de ξ, ζ, σ y ρ Phld.<i>Po</i>.A 33.6, de la pronunciación del gr., c. gen. subjet. Σύρων Soz.<i>HE</i> 8.10.1, Callinic.Mon.<i>V.Hyp</i>.praef.6. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:23, 21 August 2017
English (LSJ)
ητος, ἡ,
A roughness, hairiness, opp. ψιλότης, Arist.HA 499a11; γῆς Corn.ND27: in pl., D.S.3.35. II in pronunciation, aspiration, opp. ψιλότης, Arist.Po.1456b32, Plb.10.47.10, Phld.Po. Herc.994.33, D.H.Comp.14.
German (Pape)
[Seite 524] ητος, ἡ, 1) das Behaartsein, Arist. physiogn. 6; plur., D. Sic. 3, 35. – 2) die Aspiration der Buchstaben, Pol. 10, 47; Dion. Hal. C. V. p. 174, Ggstz ψιλότης; vgl. Ath. IX, 397 f.
Greek (Liddell-Scott)
δασύτης: -ητος, ἡ, τραχύτης, τὸ ἔχειν τρίχας, Ἀριστ. Φυσιογν. 2, 7· κατὰ πληθ., Διόδ. 3. 35 ΙΙ. τραχύτης, δασύτης ἐν τῇ προφορᾷ γραμμάτων, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ ψιλότης, Ἀριστ. Ποιητ. 20. 4, πρβλ. Πολύβ. 10. 47, 10.
Spanish (DGE)
-ητος, ἡ
I 1vellosidad, pelaje ref. a anim., a su cola op. ψιλότης Arist.HA 499a11, a la piel de los conejos, D.Chr.35.12, a esfinges, D.S.3.35
•ref. a pers. ἡ δὲ δ. ἡ περὶ τὴν κοιλίαν λαλιὰν σημαίνει Arist.Phgn.806b18, a Esaú, I.AI 1.270, τοῦ Ἡρακλέους τὴν πυγὴν μέλαιναν ἐκ τῆς τῶν τριχῶν δασύτητος Ps.Nonn.Comm.in Or.4.39.
2 frondosidad τῆς γῆς Corn.ND 27, de un bosque, fig. ref. a la filosofía, Gr.Thaum.Pan.Or.14.52.
II gram. aspiración de un fonema, op. ψιλότης Arist.Po.1456b32, Plb.10.47.10, D.H.Comp.14.23, Plu.2.1009e, Sch.Er.Il.13.543a
•aspereza del sonido de ξ, ζ, σ y ρ Phld.Po.A 33.6, de la pronunciación del gr., c. gen. subjet. Σύρων Soz.HE 8.10.1, Callinic.Mon.V.Hyp.praef.6.