διαβολικός: Difference between revisions
καὶ τῇ ὧν λέγεις καὶ φθέγγῃ ἡρωικῇ ἀληθείᾳ ἀρκούμενος, εὐζωήσεις → and satisfied with heroic truth in every word and sound which you utter, you will live happy
(6_10) |
(big3_11) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''διαβολικός''': -ή, -όν, εἰς διαβολὰς ἐπιρρεπὴς ἢ [[ἔμπειρος]], εἰς διάβολον ἀνήκων, Ἐκκλ.· διαβολικῶς Χρυσόστ. 3, 428. | |lstext='''διαβολικός''': -ή, -όν, εἰς διαβολὰς ἐπιρρεπὴς ἢ [[ἔμπειρος]], εἰς διάβολον ἀνήκων, Ἐκκλ.· διαβολικῶς Χρυσόστ. 3, 428. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">1</b> [[calumnioso]] δ. ... κακοτεχνία el malvado arte de la calumnia</i> Ph.<i>Fr</i>.98.<br /><b class="num">2</b> [[propio del diablo]], [[diabólico]] ἡ ὑλικὴ οὐσία ... καὶ δ. Hippol.<i>Haer</i>.6.34.4, ἀκρασίαν ... καὶ πορνείαν διαβολικὰ εἶναι πάθη Clem.Al.<i>Strom</i>.3.12.81, [[ἐνέργεια]] <i>Phys</i>.G 100.20, <i>PLond</i>.1731.11 (VI d.C.), φύσις Gr.Nyss.M.46.609C, [[ἀπάτη]] Origenes M.17.61A, [[δύναμις]] Cyr.H.<i>Myst</i>.4.7, ἐπιχείρημα Ath.Al.<i>Fug</i>.23.1, [[δαίμων]] Ath.Al.<i>Apol.Const</i>.7.15, cf. Nil.M.79.353C, παράπτωμα διαβολική (<i>sic</i>) un pecado diabólico</i>, <i>Melit.Fr.Pap</i>.82.14, ἐπίνοια Basil.M.31.1365B, πειρασμοί Const.<i>Ep</i>. en Eus.<i>VC</i> 2.71.1, [[βίος]] Chrys.M.60.417, κακία Olymp.M.93.708B, πανουργία <i>ISyène</i> 239.3 (crist.), ἔργον <i>A.Pil.B</i> 1.1, cf. Chrys.M.62.417, M.63.182<br /><b class="num">•</b>subst. ὁ δ. [[hombre diabólico]] κἂν μαίνωνται οἱ διαβολικοί Ath.Al.M.26.337A.<br /><b class="num">III</b> adv. -ῶς [[diabólicamente]] συμβουλεῦσαι Chrys.M.61.238. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:23, 21 August 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A slanderous, κακοτεχνία Ph. Fr.98H. II devilish, δ. καὶ σατανικὴ ἐνέργεια PLond.5.1731.11 (vi A. D.).
Greek (Liddell-Scott)
διαβολικός: -ή, -όν, εἰς διαβολὰς ἐπιρρεπὴς ἢ ἔμπειρος, εἰς διάβολον ἀνήκων, Ἐκκλ.· διαβολικῶς Χρυσόστ. 3, 428.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
1 calumnioso δ. ... κακοτεχνία el malvado arte de la calumnia Ph.Fr.98.
2 propio del diablo, diabólico ἡ ὑλικὴ οὐσία ... καὶ δ. Hippol.Haer.6.34.4, ἀκρασίαν ... καὶ πορνείαν διαβολικὰ εἶναι πάθη Clem.Al.Strom.3.12.81, ἐνέργεια Phys.G 100.20, PLond.1731.11 (VI d.C.), φύσις Gr.Nyss.M.46.609C, ἀπάτη Origenes M.17.61A, δύναμις Cyr.H.Myst.4.7, ἐπιχείρημα Ath.Al.Fug.23.1, δαίμων Ath.Al.Apol.Const.7.15, cf. Nil.M.79.353C, παράπτωμα διαβολική (sic) un pecado diabólico, Melit.Fr.Pap.82.14, ἐπίνοια Basil.M.31.1365B, πειρασμοί Const.Ep. en Eus.VC 2.71.1, βίος Chrys.M.60.417, κακία Olymp.M.93.708B, πανουργία ISyène 239.3 (crist.), ἔργον A.Pil.B 1.1, cf. Chrys.M.62.417, M.63.182
•subst. ὁ δ. hombre diabólico κἂν μαίνωνται οἱ διαβολικοί Ath.Al.M.26.337A.
III adv. -ῶς diabólicamente συμβουλεῦσαι Chrys.M.61.238.