διαιτητικός: Difference between revisions

From LSJ

ὃ γὰρ βούλεται, τοῦθ' ἕκαστος καὶ οἴεται → what he wishes to be true, each person also believes to be true | what he wishes, each person also believes

Source
(6_9)
(big3_11)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δῐαιτητικός''': ή όν, ὁ ἀνήκων ἢ [[κατάλληλος]] εἰς δίαιταν, ἡ διαιτητικὴ (ἐνν. [[τέχνη]]), κανόνες περὶ ὑγιεινῆς διαίτης, Ἱππ. 405. 42. ΙΙ. ὁ ἀνήκων ἢ [[ἁρμόδιος]] εἰς διαιτητήν· [[λόγος]] δ., [[κρίσις]] ὑπὸ διαιτητῶν, Στράβων 461.
|lstext='''δῐαιτητικός''': ή όν, ὁ ἀνήκων ἢ [[κατάλληλος]] εἰς δίαιταν, ἡ διαιτητικὴ (ἐνν. [[τέχνη]]), κανόνες περὶ ὑγιεινῆς διαίτης, Ἱππ. 405. 42. ΙΙ. ὁ ἀνήκων ἢ [[ἁρμόδιος]] εἰς διαιτητήν· [[λόγος]] δ., [[κρίσις]] ὑπὸ διαιτητῶν, Στράβων 461.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">1</b> medic. [[dietético]] τὸ δ' ἑξῆς (μέρος τῆς ἰατρικῆς) δ. Plb.12.25d.3, δ. ἰατρός dietista</i>, médico especializado en el régimen alimenticio</i> Gal.5.846, Scrib.Larg.200<br /><b class="num">•</b>subst. ἡ δ. [[la dietética]] como una parte del tratamiento médico, Hp.<i>Acut.(Sp.)</i> 54, Scrib.Larg.200, D.L.3.85, Cael.Aur.<i>TP</i> 2.12.145, Cels.1 proem.9, tb. τὸ δ.: τρίτον ἄλλο μόριον ἰάσεως ... τὸ δ. Gal.5.869, Περὶ διαίτης ἢ διαιτητικόν tít. de una obra de Demócrito, D.L.9.48.<br /><b class="num">2</b> [[de arbitraje]], [[arbitral]] νόμος <i>IG</i> 2<sup>2</sup>.179a.8 (IV a.C.), λόγος δ. palabra mediadora</i> Str.10.2.24<br /><b class="num">•</b>subst. τὸ δ. [[arbitraje]], [[sentencia arbitral]], <i>PLips</i>.43.5 (IV d.C.).
}}
}}

Revision as of 12:23, 21 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῐαιτητικός Medium diacritics: διαιτητικός Low diacritics: διαιτητικός Capitals: ΔΙΑΙΤΗΤΙΚΟΣ
Transliteration A: diaitētikós Transliteration B: diaitētikos Transliteration C: diaititikos Beta Code: diaithtiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A of or for diet: ἡ δ. (sc. τέχνη) dietetics, Hp.Acut.(Sp.)54; τὸ δ. μέρος τῆς ἰατρικῆς Plb.12.25d.3, Gal.Thras. 33; also of persons, δ. ἰατρός ib.24.    II (δίαιτα IV) λόγος δ. critical discussion, Str.10.2.24.    III -κόν, τό, decision of an arbitrator, PLips.43.5 (iv A.D.).

German (Pape)

[Seite 580] 1) zur Lebensweise, bes. zur Diät gehörig; ἡ διαιτητική, sc. τέχνη, die Lehre von der Lebensweise in medicinischer Hinsicht, Hippocr. – 2) schiedsrichterlich, λόγος Strab. X p. 461.

Greek (Liddell-Scott)

δῐαιτητικός: ή όν, ὁ ἀνήκων ἢ κατάλληλος εἰς δίαιταν, ἡ διαιτητικὴ (ἐνν. τέχνη), κανόνες περὶ ὑγιεινῆς διαίτης, Ἱππ. 405. 42. ΙΙ. ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόδιος εἰς διαιτητήν· λόγος δ., κρίσις ὑπὸ διαιτητῶν, Στράβων 461.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
1 medic. dietético τὸ δ' ἑξῆς (μέρος τῆς ἰατρικῆς) δ. Plb.12.25d.3, δ. ἰατρός dietista, médico especializado en el régimen alimenticio Gal.5.846, Scrib.Larg.200
subst. ἡ δ. la dietética como una parte del tratamiento médico, Hp.Acut.(Sp.) 54, Scrib.Larg.200, D.L.3.85, Cael.Aur.TP 2.12.145, Cels.1 proem.9, tb. τὸ δ.: τρίτον ἄλλο μόριον ἰάσεως ... τὸ δ. Gal.5.869, Περὶ διαίτης ἢ διαιτητικόν tít. de una obra de Demócrito, D.L.9.48.
2 de arbitraje, arbitral νόμος IG 22.179a.8 (IV a.C.), λόγος δ. palabra mediadora Str.10.2.24
subst. τὸ δ. arbitraje, sentencia arbitral, PLips.43.5 (IV d.C.).