δεκτικός: Difference between revisions

From LSJ

εἶταγνώμων μοί πως ἀνίσταται → then my tool suddenly stood up

Source
(6_10)
(big3_10)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δεκτικός''': -ή, -όν, [[κατάλληλος]] πρὸς δοχὴν ἢ λῆψιν, Λατ. capax, τὸ τῆς τροφῆς δ., τὸ [[μέρος]] τὸ δεχόμενον τὴν τροφήν, δηλ. ἡ [[κοιλία]], Ἀριστ. Πολ. 4. 4, 8, πρβλ. Ἱστ. Ζ. 1. 2, 3, Γεν. Ζ. 1. 20, 14, κ. ἀλλ. 2) ἐπιδεκτικός τινος, ἐπιστήμης Ὅρ. Πλάτ. 415Α· ἐναντιώσεων Ἀριστ. π. Γεν. καὶ Φθορ. 1. 4, 7· τῆς ἕξεως ὁ αὐτ. Κατηγ. 10, 10· τῶν αἰσθητῶν ὁ αὐτ. Ζ. Μ. 2. 1, 19. 3) ἀπολ., ἱκανὸς νὰ δεχθῇ, ὁ δεχόμενος, ὁ αὐτ. Μεταφ. 4. 23, 1, π. Ψυχ. 2. 2, 14, Φυσ. 7. 4, 8.
|lstext='''δεκτικός''': -ή, -όν, [[κατάλληλος]] πρὸς δοχὴν ἢ λῆψιν, Λατ. capax, τὸ τῆς τροφῆς δ., τὸ [[μέρος]] τὸ δεχόμενον τὴν τροφήν, δηλ. ἡ [[κοιλία]], Ἀριστ. Πολ. 4. 4, 8, πρβλ. Ἱστ. Ζ. 1. 2, 3, Γεν. Ζ. 1. 20, 14, κ. ἀλλ. 2) ἐπιδεκτικός τινος, ἐπιστήμης Ὅρ. Πλάτ. 415Α· ἐναντιώσεων Ἀριστ. π. Γεν. καὶ Φθορ. 1. 4, 7· τῆς ἕξεως ὁ αὐτ. Κατηγ. 10, 10· τῶν αἰσθητῶν ὁ αὐτ. Ζ. Μ. 2. 1, 19. 3) ἀπολ., ἱκανὸς νὰ δεχθῇ, ὁ δεχόμενος, ὁ αὐτ. Μεταφ. 4. 23, 1, π. Ψυχ. 2. 2, 14, Φυσ. 7. 4, 8.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[capacitado]], [[susceptible de recibir]], [[capaz de admitir o acoger]] ζῷον ... ὃ μόνον τῶν ὄντων ἐπιστήμης ... δ. ἐστιν Pl.<i>Def</i>.415a, τὸ τῆς φύσεως θῆλυ ... δ. ἁπάσης γενέσεως Plu.2.372e, τοῦ τροχαίου ... δ. (τὸ δακτυλικόν) Aristid.Quint.47.10, πηγὴ ζωτική, δ., θρεπτική ψυχῶν πιστῶν <i>IChr.M</i>.103A (V d.C.?)<br /><b class="num">•</b>c. prep. ἡ ὄψις δεκτικωτέρα πρὸς τὰς ἀπορροίας γίνεται Hld.3.7<br /><b class="num">•</b>fil. τὸ ὑποκείμενον γενέσεως καὶ φθορᾶς δ. Arist.<i>GC</i> 320<sup>a</sup>3, μόρια Posidon.96, σώματος ... δ. ... τὸ κενόν Porph.<i>Sent</i>.42, cf. Vett.Val.318.1<br /><b class="num">•</b>τὸ δ. [[continente]], [[receptáculo susceptible de recibir]] atributo, [[sujeto receptor]] πρῶτον δ. Arist.<i>Ph</i>.248<sup>b</sup>22, cf. 249<sup>a</sup>2, (ἐπιστήμη) οἷον [[ἐνέργεια]] τοῦ δεκτικοῦ Arist.<i>de An</i>.414<sup>a</sup>10, cf. 1023<sup>a</sup>12.<br /><b class="num">2</b> [[que contiene]], [[receptor]] c. gen. τὸ [[αἰσθητήριον]] ... δεκτικὸν εἶναι τῶν αἰσθητῶν Arist.<i>PA</i> 647<sup>a</sup>7, τῆς ὑγρᾶς περιττώσεως de la vejiga, Arist.<i>HA</i> 489<sup>a</sup>3, cf. <i>Pr</i>.961<sup>a</sup>12, Plu.2.688b, Vett.Val.4.1, τόπος δ. φθόγγων Aristox.<i>Harm</i>.21.2, τὸ δὲ μαντικὸν ... δ. δὲ φαντασιῶν Plu.2.432d, οἴνου δ. φιάλη Sch.Pi.<i>I</i>.6.58d<br /><b class="num">•</b>subst. τὸ τῆς τροφῆς δεκτικόν la parte del cuerpo que recibe el alimento</i> Arist.<i>Pol</i>.1290<sup>b</sup>27, cf. Thphr.<i>Od</i>.19.<br /><b class="num">II</b> de pers.<br /><b class="num">1</b> [[susceptible de recibir]], [[sujeto]], [[expuesto]] c. gen. (λέγεται ὁ [[ἄνθρωπος]]) φύσει ... πόνων εἶναι δ. (se dice que el hombre) por naturaleza está sujeto a penalidades</i> Demetr.Lac.<i>Herc</i>.1012.67.3, (θυμοῦ) δ. ... ὁ σοφός Phld.<i>Ir</i>.44.1, πῶς οὐ φήσομεν θαρροῦντες ἅπαντας εἶναι [[γήρως]] καὶ νόσου δεκτικούς; ¿cómo no afirmaremos que todos (los hombres) están expuestos a la vejez y la enfermedad?</i> Phld.<i>Sign</i>.21.11, (οὐσία) δ. παθημάτων Hierocl.<i>in CA</i> 24.1<br /><b class="num">•</b>[[receptivo]] οἱ μὴ δεκτικοὶ τούτου (διατάξεως) los que no sean receptivos a esta prescripción (obedecerán por el miedo a las leyes)</i>, Porph.<i>Abst</i>.1.7, cf. Plu.2.79e.<br /><b class="num">2</b> [[receptor]], [[recipiendario]] ἐγενόμεθα δεκτικοὶ τῶν τήνου λόγων de los discípulos de Pitágoras, Pythag.<i>Ep</i>.2.2.<br /><b class="num">III</b> adv. -ῶς [[acogedoramente]] ἡμᾶς δ. κατήπειγεν <i>Hom.Clem</i>.4.1.
}}
}}

Revision as of 12:24, 21 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δεκτικός Medium diacritics: δεκτικός Low diacritics: δεκτικός Capitals: ΔΕΚΤΙΚΟΣ
Transliteration A: dektikós Transliteration B: dektikos Transliteration C: dektikos Beta Code: dektiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A fit for receiving, τὸ τῆς τροφῆς δ. the part that receives the food (sc. ἡ κοιλία), Arist.Pol.1290b27, cf. HA489a3; αἰσθητήριον δ. τῶν αἰσθητῶν Id.PA647a7; [τοῦ εἴδους] Id.Metaph.1023a12: Comp., Id.Pr. 966a12.    2 capable of, ἐπιστήμης Pl.Def.415a; ἐναντιώσεων Arist. GC320a4; τῆς ἕξεως Id.Cat.12a30; διατάξεως Porph.Abst.1.7; παθημάτων Hierocl.in CA 24p.470M.; θυμοῦ Phld.Ir.p.87 W.; πόνων Demetr.Lac.Herc.1012.45 F., cf. Phld.D.1.2.    3 abs., capable of receiving, recipient, Arist.de An.414a10, Ph.249a2.

German (Pape)

[Seite 543] zur Aufnahme geeignet, aufnehmend, τινός Arist. Pol. 4, 4 u. öfter; Plat. Defin. 415 a; Sp.

Greek (Liddell-Scott)

δεκτικός: -ή, -όν, κατάλληλος πρὸς δοχὴν ἢ λῆψιν, Λατ. capax, τὸ τῆς τροφῆς δ., τὸ μέρος τὸ δεχόμενον τὴν τροφήν, δηλ. ἡ κοιλία, Ἀριστ. Πολ. 4. 4, 8, πρβλ. Ἱστ. Ζ. 1. 2, 3, Γεν. Ζ. 1. 20, 14, κ. ἀλλ. 2) ἐπιδεκτικός τινος, ἐπιστήμης Ὅρ. Πλάτ. 415Α· ἐναντιώσεων Ἀριστ. π. Γεν. καὶ Φθορ. 1. 4, 7· τῆς ἕξεως ὁ αὐτ. Κατηγ. 10, 10· τῶν αἰσθητῶν ὁ αὐτ. Ζ. Μ. 2. 1, 19. 3) ἀπολ., ἱκανὸς νὰ δεχθῇ, ὁ δεχόμενος, ὁ αὐτ. Μεταφ. 4. 23, 1, π. Ψυχ. 2. 2, 14, Φυσ. 7. 4, 8.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
I 1capacitado, susceptible de recibir, capaz de admitir o acoger ζῷον ... ὃ μόνον τῶν ὄντων ἐπιστήμης ... δ. ἐστιν Pl.Def.415a, τὸ τῆς φύσεως θῆλυ ... δ. ἁπάσης γενέσεως Plu.2.372e, τοῦ τροχαίου ... δ. (τὸ δακτυλικόν) Aristid.Quint.47.10, πηγὴ ζωτική, δ., θρεπτική ψυχῶν πιστῶν IChr.M.103A (V d.C.?)
c. prep. ἡ ὄψις δεκτικωτέρα πρὸς τὰς ἀπορροίας γίνεται Hld.3.7
fil. τὸ ὑποκείμενον γενέσεως καὶ φθορᾶς δ. Arist.GC 320a3, μόρια Posidon.96, σώματος ... δ. ... τὸ κενόν Porph.Sent.42, cf. Vett.Val.318.1
τὸ δ. continente, receptáculo susceptible de recibir atributo, sujeto receptor πρῶτον δ. Arist.Ph.248b22, cf. 249a2, (ἐπιστήμη) οἷον ἐνέργεια τοῦ δεκτικοῦ Arist.de An.414a10, cf. 1023a12.
2 que contiene, receptor c. gen. τὸ αἰσθητήριον ... δεκτικὸν εἶναι τῶν αἰσθητῶν Arist.PA 647a7, τῆς ὑγρᾶς περιττώσεως de la vejiga, Arist.HA 489a3, cf. Pr.961a12, Plu.2.688b, Vett.Val.4.1, τόπος δ. φθόγγων Aristox.Harm.21.2, τὸ δὲ μαντικὸν ... δ. δὲ φαντασιῶν Plu.2.432d, οἴνου δ. φιάλη Sch.Pi.I.6.58d
subst. τὸ τῆς τροφῆς δεκτικόν la parte del cuerpo que recibe el alimento Arist.Pol.1290b27, cf. Thphr.Od.19.
II de pers.
1 susceptible de recibir, sujeto, expuesto c. gen. (λέγεται ὁ ἄνθρωπος) φύσει ... πόνων εἶναι δ. (se dice que el hombre) por naturaleza está sujeto a penalidades Demetr.Lac.Herc.1012.67.3, (θυμοῦ) δ. ... ὁ σοφός Phld.Ir.44.1, πῶς οὐ φήσομεν θαρροῦντες ἅπαντας εἶναι γήρως καὶ νόσου δεκτικούς; ¿cómo no afirmaremos que todos (los hombres) están expuestos a la vejez y la enfermedad? Phld.Sign.21.11, (οὐσία) δ. παθημάτων Hierocl.in CA 24.1
receptivo οἱ μὴ δεκτικοὶ τούτου (διατάξεως) los que no sean receptivos a esta prescripción (obedecerán por el miedo a las leyes), Porph.Abst.1.7, cf. Plu.2.79e.
2 receptor, recipiendario ἐγενόμεθα δεκτικοὶ τῶν τήνου λόγων de los discípulos de Pitágoras, Pythag.Ep.2.2.
III adv. -ῶς acogedoramente ἡμᾶς δ. κατήπειγεν Hom.Clem.4.1.