διαλιμπάνω: Difference between revisions
ἀλλ' ἦν ἅπαντα τεταγμένα νόμων ἐπιταγαῖς → but all their acts were regulated by prescriptions set forth in laws
(6_1) |
(big3_11) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''διαλιμπάνω''': [[διαλείπω]], [[παρεμπίπτω]] [[μεταξύ]], ἒρχομαι κατὰ διαλείματα, Γαλην., Ἱππ. Ἐπιδ. 1, 3, Ἑβδ. (Τωβ. ι΄, 7). | |lstext='''διαλιμπάνω''': [[διαλείπω]], [[παρεμπίπτω]] [[μεταξύ]], ἒρχομαι κατὰ διαλείματα, Γαλην., Ἱππ. Ἐπιδ. 1, 3, Ἑβδ. (Τωβ. ι΄, 7). | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[dejar un intervalo]] ταῦτα ... γίνεται δὲ διαλιμπάνοντα éstos (los síntomas de una enfermedad) se producen con intermitencia</i> Hp.<i>Int</i>.48, <i>Dieb.Iudic</i>.3, α[ἱ τ] ῶ[ν] κυμάτων ἐπεμπτ[ώ] σε[ις] διελίμπανον Diog.Oen.72.2.12<br /><b class="num">•</b>fig. [[dejar descansar]], [[dar tregua]] μάχαι ... καὶ πόλεμοι ... οὔποτ' αὐτοὺς διελίμπανον Eus.<i>LC</i> 16 (p.248).<br /><b class="num">2</b> de actividades [[cesar]] c. part. οὐ διελίμπανεν θρηνοῦσα no cesaba de llorar</i> LXX <i>To</i>.10.7, οὐ [[διαλιμπάνω]] κάμνων Vett.Val.248.27, τὰ παρ' [[ἐμαυτοῦ]] πάντα πληρῶν οὐ [[διαλιμπάνω]] Eus. en <i>Cat.Ps</i>.118 <i>Pal</i>.77c.6, cf. Eus.<i>Is</i>.18.7, Mich.<i>in EN</i> 560.1.<br /><b class="num">3</b> [[apartarse]], [[alejarse]] (ἤκουσας) τὸν θεὸν ἀπὸ σοῦ μὴ διαλιμπάνειν Eus.Alex.<i>Serm</i>.M.86.437A. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:24, 21 August 2017
English (LSJ)
A = διαλείπω, intermit, Gal.17(1).220, Mich.in EN560.1, v.l. in Act.Ap.8.24.
German (Pape)
[Seite 587] = διαλείπω, Galen.
Greek (Liddell-Scott)
διαλιμπάνω: διαλείπω, παρεμπίπτω μεταξύ, ἒρχομαι κατὰ διαλείματα, Γαλην., Ἱππ. Ἐπιδ. 1, 3, Ἑβδ. (Τωβ. ι΄, 7).
Spanish (DGE)
1 dejar un intervalo ταῦτα ... γίνεται δὲ διαλιμπάνοντα éstos (los síntomas de una enfermedad) se producen con intermitencia Hp.Int.48, Dieb.Iudic.3, α[ἱ τ] ῶ[ν] κυμάτων ἐπεμπτ[ώ] σε[ις] διελίμπανον Diog.Oen.72.2.12
•fig. dejar descansar, dar tregua μάχαι ... καὶ πόλεμοι ... οὔποτ' αὐτοὺς διελίμπανον Eus.LC 16 (p.248).
2 de actividades cesar c. part. οὐ διελίμπανεν θρηνοῦσα no cesaba de llorar LXX To.10.7, οὐ διαλιμπάνω κάμνων Vett.Val.248.27, τὰ παρ' ἐμαυτοῦ πάντα πληρῶν οὐ διαλιμπάνω Eus. en Cat.Ps.118 Pal.77c.6, cf. Eus.Is.18.7, Mich.in EN 560.1.
3 apartarse, alejarse (ἤκουσας) τὸν θεὸν ἀπὸ σοῦ μὴ διαλιμπάνειν Eus.Alex.Serm.M.86.437A.