διάπεζος: Difference between revisions
From LSJ
(6_16) |
(big3_11) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''διάπεζος''': -ον, ἐπὶ γυναικείων ἐσθήτων ἢ ὁ [[μέχρι]] τῶν ποδῶν καθικνούμενος (ὡς τὸ [[ποδήρης]]) ἢ ὁ ἔχων [[κράσπεδον]] ([[πέζα]], [[πεζίς]]), Καλλίξ. παρ᾿ Ἀθην. 198C. | |lstext='''διάπεζος''': -ον, ἐπὶ γυναικείων ἐσθήτων ἢ ὁ [[μέχρι]] τῶν ποδῶν καθικνούμενος (ὡς τὸ [[ποδήρης]]) ἢ ὁ ἔχων [[κράσπεδον]] ([[πέζα]], [[πεζίς]]), Καλλίξ. παρ᾿ Ἀθην. 198C. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον<br />[[que llega hasta los pies]], [[talar]] χιτών en una imagen de Dioniso, Callix.2 (p.169.16). | |||
}} | }} |
Revision as of 12:24, 21 August 2017
English (LSJ)
ον, of women's robes, either
A reaching to the feet or having a border (πέζα), Callix.2.
Greek (Liddell-Scott)
διάπεζος: -ον, ἐπὶ γυναικείων ἐσθήτων ἢ ὁ μέχρι τῶν ποδῶν καθικνούμενος (ὡς τὸ ποδήρης) ἢ ὁ ἔχων κράσπεδον (πέζα, πεζίς), Καλλίξ. παρ᾿ Ἀθην. 198C.
Spanish (DGE)
-ον
que llega hasta los pies, talar χιτών en una imagen de Dioniso, Callix.2 (p.169.16).