διάπεζος
From LSJ
χρώμεθα γὰρ πολιτείᾳ οὐ ζηλούσῃ τοὺς τῶν πέλας νόμους → we live under a form of government which does not emulate the institutions of our neighbours
English (LSJ)
διάπεζον, of women's robes, either reaching to the feet or having a border (πέζα), Callix.2.
Spanish (DGE)
-ον
que llega hasta los pies, talar χιτών en una imagen de Dioniso, Callix.2 (p.169.16).
Greek (Liddell-Scott)
διάπεζος: -ον, ἐπὶ γυναικείων ἐσθήτων ἢ ὁ μέχρι τῶν ποδῶν καθικνούμενος (ὡς τὸ ποδήρης) ἢ ὁ ἔχων κράσπεδον (πέζα, πεζίς), Καλλίξ. παρ᾿ Ἀθην. 198C.
German (Pape)
ον (πέζα), von weiblichen Prunkkleidern, entweder bis auf die Füße reichend, wie ποδήρης, oder mit einer Kante, einem Saume versehen, ἱάτιον, Callixen. bei Ath. V.198c; vgl. Poll. 7.62.