διαυθεντέω: Difference between revisions
From LSJ
(6_5) |
(big3_11) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''διαυθεντέω''': βεβαιῶ ασφαλῶς, Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 7.425.<br />2) [[μετὰ]] γεν., ἄρχω. δεσπόζω, Ἰω. Χρυσόστ. 9. 778Ε (Migne). | |lstext='''διαυθεντέω''': βεβαιῶ ασφαλῶς, Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 7.425.<br />2) [[μετὰ]] γεν., ἄρχω. δεσπόζω, Ἰω. Χρυσόστ. 9. 778Ε (Migne). | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[afirmar con autoridad]], [[con certeza]] τὸ δ' εἰ ταῖς ἀληθείαις τοιοῦτόν ἐστι οἷον καὶ φαίνεται ... μὴ ἔχειν ἡμᾶς διαυθεντεῖν S.E.<i>M</i>.7.425.<br /><b class="num">2</b> c. gen. [[tener autoridad sobre]] γυναιξὶ οὐκ ἐπιτρέπω ... διαυθεντεῖν τοῦ ἀνδρός Chrys.M.60.698. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:24, 21 August 2017
English (LSJ)
A to be certainly informed, S.E.M.7.425.
German (Pape)
[Seite 609] zuverlässig behaupten, Sext. Emp. adv. math. 7, 425.
Greek (Liddell-Scott)
διαυθεντέω: βεβαιῶ ασφαλῶς, Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 7.425.
2) μετὰ γεν., ἄρχω. δεσπόζω, Ἰω. Χρυσόστ. 9. 778Ε (Migne).
Spanish (DGE)
1 afirmar con autoridad, con certeza τὸ δ' εἰ ταῖς ἀληθείαις τοιοῦτόν ἐστι οἷον καὶ φαίνεται ... μὴ ἔχειν ἡμᾶς διαυθεντεῖν S.E.M.7.425.
2 c. gen. tener autoridad sobre γυναιξὶ οὐκ ἐπιτρέπω ... διαυθεντεῖν τοῦ ἀνδρός Chrys.M.60.698.